-
1 Φερένικος
Φερένῑκος a racehorse belonging to Hieron.1Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ (cf. Bacch. 5. 37 & 184) P. 3.74 -
2 Φερενικος
-
3 Φερένικος
Φερένικοςcarrying off victory: masc nom sg -
4 φερένικος
φερένῑκος, φερένικοςcarrying off victory: masc /fem nom sg -
5 φερένικος
φερέ-νῑκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερένικος
-
6 φερένῑκος
φερέ-νῑκος, Sieg bringend, davontragend, siegreich -
7 Φερενίκου
Φερένικοςcarrying off victory: masc gen sg -
8 Φερένικε
Φερένικοςcarrying off victory: masc voc sg -
9 Φερένικοι
Φερένικοςcarrying off victory: masc nom /voc pl -
10 Φερένικον
Φερένικοςcarrying off victory: masc acc sg -
11 φερένικον
φερένῑκον, φερένικοςcarrying off victory: masc /fem acc sgφερένῑκον, φερένικοςcarrying off victory: neut nom /voc /acc sg -
12 Φερενίκω
-
13 Φερενίκῳ
-
14 φερενίκου
φερενί̱κου, φερένικοςcarrying off victory: masc /fem /neut gen sg -
15 φερενίκω
-
16 φερενίκῳ
-
17 φερένικε
φερένῑκε, φερένικοςcarrying off victory: masc /fem voc sg -
18 φερένικοι
φερένῑκοι, φερένικοςcarrying off victory: masc /fem nom /voc pl -
19 αἱρέω
1 act.a take up, take awayφιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.53
b seize, capture, overcomeἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.84
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame.) N. 4.29εἶλε δὲ Περγαμίαν I. 6.31
ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι I. 7.14
Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pae. 5.36
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).c win, gainνῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) P. 9.113ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met.,κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) P. 2.30d take, graspπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.122
—e in zeugma, overcome, winἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
2 med.a chooseἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
— [ -
20 ἀριστεύω
1 to be best, excela abs.εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ O. 3.42
κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς i. e. excelling in its fertile land N. 1.14 καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος) N. 10.10ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
ἀριστεύοντα γὰρ εν[ fr. 6b. e. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία (Boeckh: -ουσιν, -όντων codd. Plutarchi: sc. in Sparta) fr. 199. 2.b c. acc., be best at, victorious inστάδιον μὲν ἀριστεύσεν Οἰωνός O. 10.64
ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε O. 13.43
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
c c. dat. & inf.τοῦ μὲν ἀντίθεοι ᾰρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ ἀμφέπειν ὅμαδον I. 8.25
d frag. ]ἀρ[ις]τεύοντι[ (dubitanter supp. Lobel) Θρ. 6. 3.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φερένικος — carrying off victory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερένικος — ον, Α 1. νικηφόρος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φερένικος όνομα αλόγου τού Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + νικος (< νίκη), πρβλ. φιλό νικος] … Dictionary of Greek
φερένικος — φερένῑκος , φερένικος carrying off victory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερενίκου — Φερένικος carrying off victory masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερενίκῳ — Φερένικος carrying off victory masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερένικε — Φερένικος carrying off victory masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερένικοι — Φερένικος carrying off victory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερένικον — Φερένικος carrying off victory masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερένικον — φερένῑκον , φερένικος carrying off victory masc/fem acc sg φερένῑκον , φερένικος carrying off victory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФЕРЕНИК — • Pherenīcus, Φερένικος, сын Кефисодота из Фив, оказывал гостеприимство многим афинянам, бежавшим туда во время владычества 30 тиранов, и был вознагражден за это, когда должен был сам вследствие спартанской олигархии покинуть родной… … Реальный словарь классических древностей
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek