-
1 ἀπο-κοιμίζω
ἀπο-κοιμίζω, entfernen u. in Schlaf bringen, Alciphr. 1, 39. – Poll., einschlafen, Ep. Socr. 1.
-
2 ἀποκοιμίζω
ἀπο-κοιμίζω, entfernen u. in Schlaf bringen; einschlafen -
3 κεῖμαι
Grammatical information: v.Meaning: `lie, be somewhere, happen etc.' (Il.).Other forms: 3. sg. κεῖται, 3. pl. κέαται, Att. κεῖνται, inf. κεῖσθαι etc. (further forms in Schwyzer 679; sehr unsicher myk. ke-ke-me-na)Dialectal forms: Myc. ke-ke-me-na uncertain.Compounds: very often with prefix in diff. meanings, ἀνά-, κατά-, παρά-, ἔγ-, ἔκ-, ἐπί-, σύγ-κειμαι etc.Derivatives: 1. κοῖτος m. `layer, bed, sleep' (Od.), κοίτη f. `id., matrim. bed, nest, parcel, lot' (Od.); often in compp., e. g. ἀπό-, σύγ-, ἡμερό-κοιτος, ἀ-, παρα-κοίτης (cf. on ἀκοίτης). From κοῖτος, κοίτη: κοιτίς f. `box' (Men., J.; cf. Schwyzer 127) with κοιτίδιον `id.' (sch.); κοιτάριον `bed' (sch.); κοιτών m. `sleeping room' (Ar. Fr. 6, hell.) with κοιτώνιον, - ωνίσκος, - ωνίτης, ωνικός ; κοιτατήριον `id.' (Cyrene; cf. ἑστιατήριον s. ἑστία); κοιταῖος `lying on the layer' (Decr. ap. D. 18, 37, Plb.), κοιτάριος `belonging to the bed' ( Edict. Diocl.). Denomin. verb κοιτάζομαι `lay down, nest' (Pi., hell.), - άζω `bring to rest, lay down', also `partition the land' (from κοίτη `parcel'), hell. From here κοιτασία `living together' (LXX), κοιτασμός `folding the cattle' (pap.). - 2. *κοίμη or *κοῖμος with denomin. κοιμάω `lay to rest, put to bed', κοιμάομαι `go to bed' (Il.); from there κοίμησις `lay down, sleep (of death)' (Pl., LXX, NT), κοίμημα `sleep, sleeping with' (S.), κοιμη-τήριον `sleeping room, restplace, burying-place' (inscr.); also κοιμίζω = κοιμάω with κοίμισις, - ισμός, - ιστής, - ιστικός; rater reshaped from κοιμάω. - 3. κειμήλιον n. `valuables, precious thing' (Il.), secondary - ιοι Pl. m. (f.) (Pl. Lg. 931a; apposition of πατέρες η μητέρες); ηλ-derivation of a neuter *κεῖμα (Frisk Eranos 38, 42 a. 41, 52). In the same meaning κεμήλιον (Alc. G 1, 8)? Specht KZ 68, 145 (after *θεμήλιον, θέμηλα); but s. on κεμάς. - Cf. also κῶμα and κώμη. - Verbal derivv.: iterative ( παρε)- κέσκετο (ξ 521, φ 41); desiderative or future forms κείω, κειέμεν, κείοντες etc.; late lengthening κατεκείαθεν κατεκοιμήθη H. (after Hom. μετεκίαθεν); further details in Schwyzer 679, Chantraine Gramm. hom. 1, 322 und 453.Etymology: An exact agreement of the athematic present κεῖται gives Indo-Iranian in Skt. śéte, Av. saēte `lies'; further Hitt. kitta, -ri; uncertain Lyc. sijęni `id.' (Pedersen Lykisch und Hittitisch 17f.). The nominalen t- and m-formations are also found outside Greek: Bret. argud `light sleep' \< *are-ḱoi-to-; Germ., e. g. Goth. haims `village, Heim', Latv. sàime `family', Lith. šeimýna `id.', OCS sěmьja `id.', prob. also Celt., e. g. OIr. cōim `dear'. Other derivv. of the verb in Lat. cīvis, Germ., e. g. Goth. heiwa-frauja `lord of the house', Skt. śéva- `trusty, friendly, dear' as in Arm. sēr `love' with sirem `love'. - Further Pok. 539f., W.-Hofmann s. cīvis. - The verb has full grade in the middle with static inflection: Skt. śay-e, pl. śe-re, without -t-.Page in Frisk: 1,809-810Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεῖμαι
См. также в других словарях:
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek
εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… … Dictionary of Greek
σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
κατευνάζω — (AM κατευνάζω) ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.) μσν. αρχ. τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε»,… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek