Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεμάς

См. также в других словарях:

  • κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» …   Dictionary of Greek

  • κεμάς — young deer fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl κεμμάς young deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάδος — κεμάς young deer fem gen sg κεμμάς young deer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάς — κεμάς young deer fem nom sg κεμμάς young deer fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάσιν — κεμάς young deer fem dat pl κεμμάς young deer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδα — κεμάς young deer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδας — κεμάς young deer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδεσσι — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδεσσιν — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»