Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιοι

См. также в других словарях:

  • ἴοι — ἴοῑ , εἶμι ibo pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰοῖ — Ἰώ the moon fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοῖ — ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres opt act 3rd sg ἰόω become pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοί — ἰόομαι become pres subj mp 2nd sg ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰός 1 arrow masc nom pl ἰός 1 arrow masc nom/voc pl ἰ̱οί , ἰός 2 poison masc nom/voc pl ἰόω become pres subj mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres subj act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴοι — Ἴος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • καψίδιο — Πρωτεϊνικό κάλυμμα που περιβάλλει το γενετικό υλικό των ιών, το οποίο, συνήθως, αποτελείται από όμοιες υπομονάδες που ονομάζονται καψομερίδια. Το κ. μπορεί να έχει σχήμα κυλινδρικό, σφαιρικό ή πολυεδρικό και η δομή του καθορίζεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Λούρια, Σαλβαντόρ — (Salvador Luria, Τορίνο, Ιταλία 1912 – 1991). Αμερικανός βιολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και συνέχισε διεξάγοντας έρευνες αρχικά στο Παρίσι (1938 40) και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • νάιοι — νά̱ϊοι , νήιος masc nom/voc pl (doric) νά̱ϊοι , νήιος masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»