-
1 αποκάθαρμα
-
2 ἀποκάθαρμα
-
3 αποκαθαρμα
-
4 αποκάθαρμα
τό1) см. αποκαθαρίδι; 2) мерзавец, негодяй -
5 ἀποκάθαρμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάθαρμα
-
6 ἀποκάθαρμα
ἀπο-κάθαρμα, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrat; ein verworfener Mensch, Abschaum. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird -
7 αποκάθαρμ'
-
8 ἀποκάθαρμ'
-
9 ἀπό-μαγμα
ἀπό-μαγμα, τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάϑαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.
-
10 αποκαθαρμάτων
-
11 ἀποκαθαρμάτων
-
12 αποκαθάρματα
-
13 ἀποκαθάρματα
-
14 αποκαθάρματι
-
15 ἀποκαθάρματι
-
16 αποκαθάρματος
-
17 ἀποκαθάρματος
-
18 ἀπόλουμα
A = ἀποκάθαρμα, Sch.Ar.Eq. 1401, Eust.1560.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλουμα
-
19 ὄλυνος
ὄλυνος· τὸ ἀπότριμμα, καὶ ἀποκάθαρμα, Hsch. -
20 λούω
λούω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `bathe, wash (the body)' (Il., cf. below)Other forms: also λοέω (ipf. λόεον δ 252). λόω (ipf. λό' [κ 361], λόον [h. Ap. 120], inf. λόεσθαι [Hes. Op. 749]); besides λοῦσθαι (ζ 216), λοῦνται (Hdt.), λούμενος (Ar.); Dor. (Call. Lav. Pall. 72f.) λῶντο, λώοντο; aor. λοῦσαι, - σασθαι (Il.), ep. also λοέσ(σ)αι, - έσσασθαι, Dor. λωσάμενος (Cyrene), pass. λουθῆναι (Hp.), - σθῆναι (LXX, pap.); fut. λούσω, - ομαι (IA.), λοέσσομαι (ζ 221), ptc. perf. λελουμένος (E 6),Dialectal forms: Myc. rewotorokowo; s. belowDerivatives: 1. λουτρόν, Hom. λοετρόν, Dor. λωτρόν (H.), usu. (in Hom. always) in plur. `the bath, bathing place' (Il.); as 1. member e.g. in λοετρο-χόος `pouring bathwater' (Hom.); λούτριον n. `bathwater' (Ar., Luc.), ἀπολούτριος `for washing' of water (Ael.), λουτρών, - ῶνος m. `bathroom, bathing house' (X., hell.) with - ωνικός `belonging to the bathing places' ( Cod. Just.), λουτρίς f. `belonging to the bath' (Theopomp. Com., H., Phot.), λουτρικός H. s. ξυστρολήκυθον, λουτρόομαι `bathe' (Euboea) - 2. λούτρα f. `sarcophagus' (Corycos ; on the meaning cf. μάκρα [from μάκτρα] `bathtub, coffin'). - 3. λουτήρ m. `bathtub' (LXX, inscr.), - ήριον n. `id.' (Antiph., inscr.; λωτ. Tab. Heracl.) with the dimin. - ηρίδιον (Hero, pap.), - ηρίσκος (Gloss.); ἐκλουτήριος `for washing' (Aegina); ἐγλουστρίς f. `bathing-drawers?' (hell. pap.). - 4. λούστης m. "bather", `who loves bathing' (Arist., M. Ant.). - 5. λοῦσις ` bathing, washing' (late pap., inscr.), ἀπόλουσις `washing' (Pl.). - 6. λοῦμα n. `stream' (Sardes); prob also λούματα (cod. ἀούματα) τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα Κύπριοι H.; cf. ἀπόλουμα = ἀποκάθαρμα (sch., Eust.); or because the chaff before feeding was washed away in water?; diff. Bechtel Dial. 1, 451 (with Hoffmann Dial. 1, 121). -7. λουτιάω `want to bathe' (Luc. Lex. 2; after ἐμετ-ιάω: ἐμέω a. o.).Origin: IE [Indo-European] [692] *leu̯h₃- `wash, bathe'Etymology: The aorist λο(Ϝ)έ-σαι agrees with κορέ-σαι, στορέ-σαι; the rare present λο(Ϝ)έ-ω can be explained as innovation (cf. Specht KZ 59, 61). From λο(Ϝ)έσαι by contraction could arise λοῦσαι; to this again λούω. In Hom. the uncontracted forms can be inserted, e.g. λόεσεν etc. for λοῦσεν etc., also λοέεσθαι for λούεσθαι (Z 508 = O 265). Both λοῦσαι etc. and the isolated λό', λόον, λόεσθαι are understandable from (thematic) λό(Ϝ)-ω; the last forms however, can also be due to hyphairesis (cf. Schwyzer 252 f.). Also λοῦσθαι, λοῦνται, λούμενος admit basic forms like *λόϜ-εσθαι *λόϜ-ονται, *λοϜ-όμενος; but rhey are at the same time explainable from λο(Ϝ)έεσ-θαι, λο(Ϝ)έονται, λο(Ϝ)εόμενος. Further details in Schwyzer 682, Chantraine Gramm. hom. 1, 34, 347, 374, Risch ̨ 117. An immediate agreement to monosyll. thematic λό(Ϝ)ω appears in Lat. lav-ō, lav-ere (from * lov-; cf. Szemerényi KZ 70, 57 f.); to disyll. λο(Ϝ)έ-σαι may at the same time disyll. lavā-re (if the length is secondary) correspond (IE *leu̯h₃-). Wether also Arm. loganam, aor. logac̣ay `bathe oneself' has a disyllabic root, remains uncertain given the productivity of the Arm. verbs in - anam. From the general o-vowel deviate Myc. rewotorokowo and rewoterejo; their connection with λοετρόν has been explained from metathesis of * lewo-. Also the Celtic and Germanic nominal derivv. show the same vocalisation, e.g. Gaul. lautro `bathing place', OIr. lōathar `basin', OWNo. lauđr n. `lye, (soap)foam', OE lēaÞor `soap-foam', which can go back on IE * louh₃-tro- and can be identical with λο(Ϝ)ετρόν. - Hitt. lah̯(h̯)uu̯āi-'pour', since Sturtevant connected with λούω (s. Friedrich Wb.), is formally unclear (on expects *leh₂\/₃-u-). - Further forms in Bq, WP. 2, 441, Pok. 692, W.-Hofmann s. lavō.Page in Frisk: 2,138-139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λούω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποκάθαρμα — that which is cleared off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκάθαρμα — το (Α) ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού … Dictionary of Greek
ἀποκάθαρμ' — ἀποκάθαρμα , ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρμάτων — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθάρματα — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθάρματι — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθάρματος — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίψημα — τὸ, ΜΑ [περιψώ] 1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ) 2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον… … Dictionary of Greek
όλυνος — ὄλυνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀπότριμμα καὶ ἀποκάθαρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλός (Ι)* αμφισβητείται] … Dictionary of Greek