Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λουτρίς

См. также в других словарях:

  • λουτρίς — λουτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λουτρίδα …   Dictionary of Greek

  • λουτρίδα — λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτρίδες — λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτρίδα — η (Α λουτρίς, ίδος) [λουτρόν] νεοελλ. μαγιό, μπανιερό αρχ. 1. καθεμιά από τις δύο κόρες οι οποίες καθάριζαν και περιποιούνταν τον ναό και το ιερό ξόανο τής Αθηνάς 2. φρ. «λουτρίς ᾤα» ή, απλώς, «λουτρίς» εσώρουχο το οποίο φορούσαν οι γυναίκες και… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • λούτρ' — λουτρί , λουτρίς woman employed to wash Athena s temple fem voc sg λουτρά , λουτρόν bath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»