-
1 ἀπό-μαγμα
ἀπό-μαγμα, τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάϑαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.
-
2 ἐν-από-μαγμα
ἐν-από-μαγμα, τό, das darin Abgedrückte, Hermias Schol. Plat. Phaedr. p. 69.
-
3 ἀπόμαγμα
-
4 μάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `knead (dough), press a plastic material in a form, strike, wipe off, pull, represent' (τ 92).Other forms: Att. μάττω, - ομαι, aor. μάξαι, - σθαι, pass. μαγῆναι, μαχθῆναι, perf. midd. μέμαγμαι, act. μέμαχα (Ar.).Derivatives: Many derivv. 1. ἐκμαγεῖον ( μαγεῖον Longin.) `mass, in which prints are made, offprint, mould, towel, serviette' (IA.). 2. μαγίς, - ίδος f. `kneaded mass, cake, kneading trough, dresser' (Hp., Com, S.). 3. μάγμα n. `kneaded mass, thick salve, smear' (pap., Plin.), ἔκ-, ἀπό-μαγμα `offprint, duster, wiped off dirt' (Hp., S., Thphr.), μαγμον τὸ καθάρσιον H. 4. ἔκ-, ἀνά-μαξις `wiping off' (Arist.). -- 5. μαγεύς m. `kneeader, baker, who wipes off' (Poll., AP, H.), prob. directly from verb (after Boßhardt 81 from *μαγή). 6. μακτήρ ἡ κάρδοπος, ἡ πυελίς. καὶ διφθέρα. καὶ ὀρχήσεως σχῆμα H. (on the dance name Lawler AmJPh 71, 70ff.); ( ἀπο-, κατα-)μάκτης `kneader, who wipes off' ( Com. Adesp., H.), f., ἀπομάκτρια (Poll.). 7. μάκτρα f. `baking trough' (Com., X.), `trough, bathing tub, sarcophagus' (hell.; wr. μάκρα, Schwyzer 337); ( ἔκ-, ἀπό-)-μάκτρον `offprint, towel etc.' (E., Ar.). 8. μακτήριον = μάκτρα (Plu.). 9. μακτρισμός name of a dance (Ath.; after κορδακισμός; cf. on μακτήρ above) with - ίστρια name of a danceress (ebd.). -- 10. ἀπομαγδαλιά (Ar., Plu., Gal.), μαγδαλιά (Gal.; - έα Hippiatr.) `bread crumb for handwashing'; like ἁρμαλιά, φυταλιά etc. (Scheller Oxytonierung 90), but with unexplained δ (after *ἀπομάγδην?). -- 11. With auslaut. κ: μακαρία βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων H. -- On μᾶζα s. v.Etymology: For comparison we have words with final g, IE *maǵ-, esp. in Germanic and Baltoslavic, e.g. NHG machen, OS makōn `make, erect, build', if prop. `knead, form', OCS mažǫ, mazati `smear, salve'; further Celt., e.g. Bret. meza `knead'; uncertain Arm. macanim, macnum `stick fast, congeal'. On the other hand we find a final k with nasal, IE * menk-, in Lith. mìnkau, mánkau, - yti `knead a weak masse', OCS mǫka, Russ. muká `flour' and many other Baltoslavic words; from Germ. one might consider NHG mengen, OE mengan etc., if prop. `knead together'; from Skt. macate `crush etc.' (Dhātup.). Further there are a few longvowel words without nasal: Latv. màcu, màkt `press, plague' and Lat. māceria `wall)kneaded from loam'. -- Of the Greek word only the isolated μακαρία has a clear tenuis, as μάσσω (first from *μακ-ι̯ω) can be explained as a deviation. As however also μαγῆναι as well as the nominal γ-forms can be so explained (cf. Schwyzer 760), one can explain Greek if necessary with IE * menk. A suppletive system * menk (: μακαρία, μάσσω): maǵ-(: μαγῆναι) is conceivable -- WP. 2, 224, 226f., 268, Pok. 696f., 698, 730f., W.-Hofmann s. māceria, Fraenkel s. mìnkyti u. mė́šlas, Vasmer s. mázatь, muká, mjágkij; s. also Bq. - One retains some doubts however; note among other things the form - μαγδαλιά; further the supposed interchange * menk-: *meh₂ǵ- arouses suspicion.Page in Frisk: 2,180-181Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάσσω
-
5 ἐναπόμαγμα
ἐν-από-μαγμα, τό, das darin Abgedrückte
См. также в других словарях:
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
μαγματικός — ή, ό [μάγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάγμα 2. αυτός που αποτελείται ή προήλθε από μάγμα … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
λάβα — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
πλουτωνίτες — Μαγματικά πετρώματα διείσδυσης (εκρηξιγενή), η στερεοποίηση των oποίων έγινε στο εσωτερικό του γήινου φλοιού και υπό ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Τα πλουτώνεια πετρώματα εμφανίζονται με διάφορες μορφές και σχήματα: βαθόλιθοι, όγκοι π … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
εγκλείσματα — Όρος της γεωλογίας που αναφέρεται σε ξένα φυσικά σώματα (στερεά, υγρά και αέρια), μικροσκοπικών συνήθως διαστάσεων, που εμπεριέχονται μέσα στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών. Στην πετρογραφία, και κυρίως στα αττικά πετρώματα, τα ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek