-
1 αποκαθαρμάτων
-
2 ἀποκαθαρμάτων
См. также в других словарях:
ἀποκαθαρμάτων — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποκαθαρμάτων
2 ἀποκαθαρμάτων
ἀποκαθαρμάτων — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)