-
1 ἀπο-κάθαρμα
ἀπο-κάθαρμα, τό, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrath, Arist. H. A. 5, 15; ein verworfener Mensch, Abschaum, Sp. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird.
-
2 ἀποκάθαρμα
ἀπο-κάθαρμα, das beim Reinigen Weggeworfene, Unrat; ein verworfener Mensch, Abschaum. Auch was zum Reinigungsopfer gebraucht wird -
3 αποκαθαρμα
-
4 καθαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `clean, spotless, pure, unmixed, white (of bread, linnen)' (Il.); καθάρειος (- ιος) `pure, elegant' (Arist., Men., Plb.), adv. καθαρείως (X.), after ἀστεῖος; καθάρυλλος ( ἄρτος etc., Com.; cf. Leumann Glotta 32, 219 n. 3).Derivatives: καθαρότης `purity' (Hp., Pl.), καθαρ(ε)ιότης `purity, refinement' (Hdt.). - Denomin. verbs: 1. καθαίρω ( κοθ- Herakl.), often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, aor. καθῆραι (- ᾶραι) `purify' (Il.) with κάθαρσις (IA.), κόθ- (El.) `purification', καθαρμός `atonement' (Hdt., trag.), κάθαρμα, often in plur. `purification, refuse' (Att.); καθαρτής `purifyer, conciliater' (Hp., S.), - τήρ `id.' (Man., Plu.), - τήριος (D. H.); καθάρσιος (: καθαρτής, κάθαρσις, καθαρτός) `purifying' (Hdt., trag.), καθαρτικός `id.' (Hp., Pl.). - 2. καθαρίζω, also with prefix, ἀπο-, δια-, ἐκ-, περι-, `purify' (LXX) with καθαρισμός (LXX), καθάρισις (pap.) a. o. - 3. καθαρεύω `be pure' (Ar., Pl.) with καθάρευσις (H., EM); also καθαρι-εύω (Paus., gramm.). - 4. καθαρι-όω `purify' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Solmsen KZ 37, 7A. thought that καθαρός was assimilated from κοθαρός; Schwyzer 344 thought that κοθαρός was Aeolic. - No etymology. Suggestions in Bq. Schwyzer 260 (to Lith. krečiù `shake'). Acc. to Debrunner in Ebert, Reallexikon 4, 2, 526 religious term of Pre-Greek origin The variation α\/ο proves Pre-Greek origin. (Fur. 391 connects ἀθαρής; doubtful..Page in Frisk: 1,752-753Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καθαρός
-
5 рафинированный
επ. από μτχ.1. καθαρισμένος, διυλισμένος, ραφιναρισμένος.2. εκλεπτισμένος, λεπτός στους τρόπους. || διάσημος, ξακουστός•рафинированный негодяй μεγάλο κάθαρμα, ξακουστός παλιάνθρωπος.
-
6 καθαρμός
A cleansing, purification, from guilt, : hence, purificatory offering, atonement, expiation,καθαρμὸν τῆς χώρης ποιέεσθαί τινα Hdt.7.197
: freq. in pl.,μύσος ἐλαύνειν καθαρμοῖς A.Ch. 968
(lyr., dub. l.), cf. Th. 738, Eu. 277, 283, Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene): sg., S.OT99; θοῦ νῦν καθαρμὸν δαιμόνων make an offering to avert their wrath, Id.OC 466;καθαρμὸν θύειν E.IT 1332
; ; ὁ περὶ τὴν διάνοιαν κ. Id.Sph. 227c; κ. ποιεῖσθαι τῆς δυνάμεως, Lat. lustrare exercitum, Plb.21.41.9, Plu.Caes.43; of the Roman lustrum, D.H.4.22; κ. ὅπλων, σάλπιγγος,= Lat. armilustrium, tubilustrium, Lyd.Mens.4.34,60.2 purificatory rite of initiation into mysteries, Pl.Phd. 69c, Phdr. 244e;ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ D.18.259
, cf. Plu.2.47a: hence in pl., as title of poem by Empedocles, Ath.14.620d; by Epimenides, Suid. s.h.v.2 metaph., purge, clearance of unhealthy animals, Pl.Lg. 735b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρμός
См. также в других словарях:
κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας … Dictionary of Greek
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek
φαρμακός — ὁ, ΜΑ κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα αρχ. 1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος 2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί (στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς … Dictionary of Greek
Nikos Tsiforos — Νίκος Τσιφόρος Born 1912 Alexandria, Egypt Died 1970 Athens, Greece Occupation Screenwriter Film director Years active … Wikipedia
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… … Dictionary of Greek
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek
αγγειόπλυμα — το ύματος 1. το ακάθαρτο νερό από το πλύσιμο των αγγείων. 2. άνθρωπος ελεεινός, κάθαρμα, λέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθίκι — το 1. ουροδοχείο, δοχείο της νύχτας, κατουροκάνατο: Χρησιμοποιούσε καθίκι για να μη βγαίνει τη νύχτα έξω από το δωμάτιό του. 2. βρομάνθρωπος, ρυπαρή ψυχή, κάθαρμα: Να μην ξαναδώ μπροστά μου αυτό το καθίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)