-
1 αλίαστος
-
2 ἀλίαστος
-
3 ἀλίαστος
A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760;πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31
;ἀ. ἀνίη Hes.Th. 611
: neut. as Adv.,μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549
, cf.φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλίαστος
-
4 ἀλίαστος
ἀ-λίαστος ( λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλίαστος
-
5 αλίαστον
ἀλίαστοςnot to be turned aside: masc /fem acc sgἀλίαστοςnot to be turned aside: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀλίαστον
ἀλίαστοςnot to be turned aside: masc /fem acc sgἀλίαστοςnot to be turned aside: neut nom /voc /acc sg -
7 αλιάστοις
-
8 ἀλιάστοις
-
9 αλίαστοι
-
10 ἀλίαστοι
-
11 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
12 ἀναπότριπτος
ἀναπό-τριπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπότριπτος
-
13 ἀνέκκλιτος
ἀνέκ-κλῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκκλιτος
-
14 λιάζομαι
Grammatical information: v.Meaning: `bend, incline, shrink, recoil, sink' (Il.); rare a. late act. forms (cf. Wackernagel Unt. 131) λιάζω (Lyc., H.), λιάσαι (H.), λίασσε v. l. Ψ 879 for λίασθεν; nasalpresent λίναμαι τρέπομαι H. (cf. below), verbal adj. ἀλίαστος `not to be turned aside, undaubted, obstinate, incessant' (Il., Hes.; on the meaning Erbse Glotta 32, 236ff.).Other forms: aor. λιασθῆναιOrigin: XX [etym. unknown]Etymology: To the disyllabic passive aorist λια-σ-θῆναι (with anal. - σ-) belonged of old a nasalpresent λί-ν-α-μαι; as innoavtions arose the hapax λίασσε and esp. the present λιάζομαι (cf. Schwyzer 761, 693 and 734). - The not very outspoken meaning, which may have changed through literary influence (s. Leumann Hom. Wörter 208 f.), leaves much room for etymological speculation and makes certain interpretation difficult. The presens λίναμαι (see Wackernagel Unt. 206 n. 1 on the meaning) agrees formally with Skt. lināti (gramm.) `lean against', also `hide oneself, disappear', and Celt., OIr. lenaid `follow' (Wackernagel l.c.); the meaning is far away however. Semantically better fits Germ., e.g. Goth. af-linnan ' ἀποχωρεῖν', OHG bi-linnan `yield, stop, leave off' with - nn- from -nu̯- (Osthoff MU 4, 46). All verbs including Lat. linō `smear' are taken together by W.-Hofmann s. v. Further see Bq and WP. 2, 387 f., Pok. 661 f. with even more dubious connections. Cf. also ἐλινύω and λιμός.Page in Frisk: 2,119Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λιάζομαι
См. также в других словарях:
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek
ἀλίαστος — not to be turned aside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλιαστος — η, ο [λιάζω] αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος … Dictionary of Greek
άλιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο: Τη σταφίδα την είχαν ακόμη άλιαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιάστοις — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίαστοι — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήλιαστος — η, ο (Μ ἀνηλίαστος, ον) άλιαστος, αυτός που δεν έχει εκτεθεί στον ήλιο ή δεν φωτίζεται από τον ήλιο … Dictionary of Greek