-
1 αλίαστον
ἀλίαστοςnot to be turned aside: masc /fem acc sgἀλίαστοςnot to be turned aside: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀλίαστον
ἀλίαστοςnot to be turned aside: masc /fem acc sgἀλίαστοςnot to be turned aside: neut nom /voc /acc sg -
3 νωλεμές
νωλεμές, Adv.A without pause, unceasingly,ν. αἰεί Il.9.317
, 17.385, Od.16.191, etc. ;οἱ δ' αἰεὶ.. ν. ἐγχρίμπτοντο Il.17.413
: withoutαἰεί, μάχην ἀλίαστον ἔχουσι ν. 14.58
; later, firmly,ν. ἐρρίζωθεν A.R.2.605
:—also [full] νωλεμέως,πόνον τ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζὺν ν. Il.13.3
;ν. ἐχέμεν
persevere,5.492
; but ν. κτείνοντο they were murdered without pause, i.e. one after the other, Od.11.413.—[dialect] Ep. word, used by Tyrt.5.5, 12.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωλεμές
-
4 ἀλίαστος
A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760;πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31
;ἀ. ἀνίη Hes.Th. 611
: neut. as Adv.,μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549
, cf.φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλίαστος
См. также в других словарях:
ἀλίαστον — ἀλίαστος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀλίαστος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek