Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκύματος

См. также в других словарях:

  • ακύματος — ἀκύματος, ον (Α) [κῡμα] ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος …   Dictionary of Greek

  • ἀκύματος — ἀκύ̱ματος , ἀκύματος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύματον — ἀκύ̱ματον , ἀκύματος masc/fem acc sg ἀκύ̱ματον , ἀκύματος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυμάτιστος — ακυμάτιστος, η, ο και ακύματος, η, ο ο χωρίς κύματα, ο ήρεμος: Η θάλασσα τη μέρα εκείνη ήταν εντελώς ακυμάτιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκυμάτους — ἀκῡμάτους , ἀκύματος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»