-
61 ἀκρο-σφαλής
ἀκρο-σφαλής, ές, 1) zum Fallen geneigt, ἴχνος Nic. Al. 242; mit εὐκίνητος verb. Plut. S. N. V. 19; gew. übertr., πρὸς ὑγίειαν Plat. Rep. III, 404 b, von wankender Gesundheit; πρὸς ὀργήν, zum Zorne geneigt, Plut. de adul. et am. 41; πρὸς πάϑος Symp. 1, 4. – 2) zum Fallen bringend, von Leitern, Polyb. 9, 19, 7. – Adv. - λῶς, z. B. ἔχειν Plut. Symp. 5, 7, 5.
-
62 ἀκρο-σχιδής
ἀκρο-σχιδής, ές, oben gespalten, Theophr.
-
63 ἀκρο-σαπής
ἀκρο-σαπής, ές, oben verwesend, Hippocr.
-
64 ἀκρο-σίδηρος
ἀκρο-σίδηρος, μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
-
65 ἀκρο-τελεύτιον
ἀκρο-τελεύτιον, τό, das äußerste Ende, Schluß eines Gedichtes u. dgl., Thuc. 2, 17; des Briefes, Cic. Att. 5, 21; adj., ganz zuletzt, ἔπος B. A. 963.
-
66 ἀκρο-τενής
ἀκρο-τενής, ές, in die Höhe (gespannt), Nonn. D. 7, 309.
-
67 ἀκρο-τομέω
ἀκρο-τομέω, oben abschneiden, Xen. O. 18, 2, im Ggstz von παρὰ γῆν τέμνειν; auch Sp.
-
68 ἀκρο-υχέω
ἀκρο-υχέω, die Höhen bewohnen, Soph. frg. 290.
-
69 ἀκρο-φυσιον
ἀκρο-φυσιον, τό, die Spitze des Blasebalgs, Thuc. 4, 100; Soph. frg. 824; Ar. bei B. A. 415 b; bei DC. Schweif eines Kometen.
-
70 ἀκρο-φυής
-
71 ἀκρο-φύλαξ
ἀκρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Burgwart, Polyb. 5, 50, 10.
-
72 ἀκρο-φανής
ἀκρο-φανής, ές, den Gipfel beleuchtend, ἠώς Nonn. D. 40, 383; vom Pfeile, zuerst erscheinend, 37, 735 u. öfter.
-
73 ἀκρο-χειριστής
ἀκρο-χειριστής, ὁ, Kämpfer der Art, VLL.
-
74 ἀκρο-χειριασμός
ἀκρο-χειριασμός, ὁ, v. l. Luc. Lex. 5 für - ρισμός.
-
75 ἀκρο-χειρίζω
ἀκρο-χειρίζω, 1) mit den Fingerspitzen anfassen, Aristaen. 1, 4. – 2) Med., mit den Händen ringen ( Tim. παγκρατιάζειν ἄνευ συμπλοκῆς), Plat. neben προςπαλαίειν, Alc. I, 107 e; Arist. Eth. 3, 1; Luc. Salt. 10; Athen. IV, 154 b verb. σκιαμαχοῦσι καὶ πρὸς ἀλλήλους ἀκρ. Davon
-
76 ἀκρο-χανές
ἀκρο-χανές, δέρμα, das weitaufklaffende Fell (des Löwenrachens), P. Sil. 47 (VI, 57).
-
77 ἀκρο-χορδον ώδης
ἀκρο-χορδον ώδης, ές, warzig, Sp. Von
-
78 ἀκρο-χορδών
ἀκρο-χορδών, όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσϑαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.
-
79 ἀκρο-χολέω
ἀκρο-χολέω, Sp. für ἀκραχολέω. Ebenso
-
80 ἀκρο-χολία
ἀκρο-χολία und ἀκρόχολος, für ἀκραχολία und ἀκράχολος.
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek