-
101 ἀκρο-κῡματοῦσα
ἀκρο-κῡματοῦσα, ὁλκάς Luc. Lexiph. 15, das hochwogende; als schwülstiger Ausdruck getadelt.
-
102 ἀκρο-βαρέω
ἀκρο-βαρέω, oben ein Uebergewicht haben, Mathem.
-
103 ἀκρο-βατικόν
ἀκρο-βατικόν, genus maechinarum scansorium, Vitruv. 10, 1.
-
104 ἀκρο-βατέω
ἀκρο-βατέω, 1) auf den Zehen gehen, vom Strauß, Diod. S. 2, 50; von den Gänsen, Luc. Icarom. 10. – 2) in die Höhe steigen, Polyaen. 4, 3, 23. – 3) einherstolziren, Philo. Dahin ist auch wohl Plat. iun. 1 (IX, 13) zu rechnen, wo der Blinde den Lahmen tragend ὀϑνείοις ὄμμασιν ἀτραπὸν ἀκροβάτει, obwohl Philip. 69 im ähnl. Ep. ὠρϑοβάτει hat.
-
105 ἀκρο-βαφής
ἀκρο-βαφής, ές, oben eingetaucht, καλάμων ἀκίδες P. Sil. 52 (VI, 66); ταῦρος, der leicht hinschwimmende, Nonn. D. 1, 65; gefärbt, χείλεα Iren. 3 (V, 251).
-
106 ἀκρο-βελεῖς
ἀκρο-βελεῖς δόνακες, zugespitzt, Phil. 17 (IV, 62).
-
107 ἀκρο-δίκαιον
ἀκρο-δίκαιον, τό, das höchste Recht, Clem. Al.
-
108 ἀκρο-μανής
ἀκρο-μανής, ές, höchst wahnsinnig, Her. 5, 42.
-
109 ἀκρο-βηματἰζω
ἀκρο-βηματἰζω, auf den Zehen gehen, Schol. Il. 13, 158.
-
110 ἀκρο-βολιστής
ἀκρο-βολιστής, ὁ, der aus der Ferne schießt, Plänkeler, Xen. Cyr. 6, 1, 28, u. Sp.
-
111 ἀκρο-βολισμός
ἀκρο-βολισμός, ὁ, dasselbe; Plat. vbdt τοξικὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἀκρ. Legg. VII, 804 c; Xen. neben προςβολὰς ποιεῖσϑαι Hell. 1, 3, 14. Uebertr. Luc. Iup. Trag. 33, we darauf folgt πόῤῥωϑεν λοιδορούμενοι; Abd. 3 vbdt er ἀρχὴ καὶ ἀπειλὴ καὶ ἀκρ., Vorspiel.
-
112 ἀκρο-βολεῖς
ἀκρο-βολεῖς τόξων ἀκίδες, Leon. Tar. 53 ( Plan. 213), = -βόλος, doch scheint - βελεῖς zu lesen.
-
113 ἀκρο-βολίζω
ἀκρο-βολίζω, nur Ep. ad. 667 (VII, 546), sonst med., aus der Ferne schießen, plänkeln, vor der eigtl. Schlacht, ἠκροβολίσαντο πρὸς ἀλλήλους Thuc. 4, 34; dem εἰς χεῖρας ἰόντες μάχονται entgegen, Xen. Cyr. 8, 8, 22; Luc. Tim. 45. Uebertr., ἔπεσι Her. 8, 64.
-
114 ἀκρο-βολἐω
ἀκρο-βολἐω (aus der Ferne), schleudern, καλαύροπα Zon. 4 (VI, 106). Bei Man. 4, 554 von den Strahlen der Sonne.
-
115 ἀκρο-βολἰα
ἀκρο-βολἰα, ἡ, das Schießen aus der Ferne, Plänkeln, Appian., z, B. B. civ. 1, 84.
-
116 ἀκρο-βάτοισιν
ἀκρο-βάτοισιν ἴχνεσι, auf den Zehen gehend, Nonn. D. 47, 234.
-
117 ἀκρο-μέθυσος
ἀκρο-μέθυσος, Erkl. von ἀκροϑώραξ, Schol.
-
118 ἀκρο-λυτέω
ἀκρο-λυτέω, am äußersten Ende losknüpfen, ζώνην Iren. 2 (V, 253).
-
119 ἀκρο-λόγος
ἀκρο-λόγος, oben absammelnd, μέλισσα Epinic. bei Ath. X, 432 C, besser Lob. Conj. ἀκράχολος.
-
120 ἀκρο-θιγής
ἀκρο-θιγής, ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. - γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσϑαι Men. rhet. IX p. 286.
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek