Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρο-σχιδής

См. также в других словарях:

  • λεπτοσχιδής — λεπτοσχιδής, ές (Α) (για σάνδαλα) αυτός που έχει λεπτή σχισμή, λεπτό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, νεο σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεγασχιδής — μεγασχιδής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλο σχίσμα, που είναι σχισμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • νεοσχιδής — νεοσχιδής, ές (Α) αυτός που σχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσχιδής — ὀλιγοσχιδής, ές (ΑΜ) (για δρόμο) αυτός που έχει λίγες διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σχιδής (< θ. σχιδ του σχίζω*), πρβλ. ακρο σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • στερνοσχιδής — ές, Α αυτός που έχει σχισμένο το στήθος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. ἀκρο σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • ακροσχιδής — ἀκροσχιδής ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που είναι σχισμένος, χωρισμένος στα άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σχιδὴς < σχίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»