-
1 ἀκρο-φυής
-
2 ἀκροφυής
ἀκρο-φῠής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροφυής
-
3 ἀκροφυής
См. также в других словарях:
ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] … Dictionary of Greek