-
1 верх
верх м 1) το επάνω μέρος \верх автомобиля η καπότα 2) (высшая степень) το αποκο ρύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο" \верх совершенства το άκρο άωτο της τελειότη τας ◇ одержать \верх νικώ, επικρατώ, υπερτερώ* * *м1) το επάνω μέροςверх автомоби́ля — η καπότα
2) ( высшая степень) το αποκορύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτοверх соверше́нства — το άκρο άωτο της τελειότητας
••одержа́ть верх — νικώ, επικρατώ, υπερτερώ
-
2 extremity
[-'stre-]1) (the farthest point: The two poles represent the extremities of the earth's axis.) άκρο,ακρότατο σημείο2) (an extreme degree; the quality of being extreme: Their suffering reached such extremities that many died.) άκρο,έπακρο3) (a situation of great danger or distress: They need help in this extremity.) εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση4) (the parts of the body furthest from the middle eg the hands and feet.) άκρο του σώματος -
3 конец
1. (завершение чего-л.) η ολοκλήρωση, η αποπεράτωση, το τελείωμα, ο τερματισμός, το τέλος 2. (оконечность) το άκρο. - балки - δοκού- поршневого штока - βάκτρου εμβόλου 3(вывод провод) η εξαγωγή/το άκρο (καλωδίων και σωλήνων)4. мор. (верёвка, трос) το σύρμα, το σκοινί, το σχοινί, το παλαμάριбросательный - το ορμίδιο, το λεπτόσχοινο5. (предел, граница последний момент окончание чего-л.) το τέλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конец
-
4 extreme
[ik'stri:m] 1. adjective1) (very great, especially much more than usual: extreme pleasure; He is in extreme pain.) υπέρτατος,ακραίος,εξαιρετικός2) (very far or furthest in any direction, especially out from the centre: the extreme south-western tip of England; Politically, he belongs to the extreme left.) άκρος3) (very violent or strong; not ordinary or usual: He holds extreme views on education.) ακραίος2. noun1) (something as far, or as different, as possible from something else: the extremes of sadness and joy.) άκρο2) (the greatest degree of any state, especially if unpleasant: The extremes of heat in the desert make life uncomfortable.) άκρο,έπακρο•- extremism
- extremist
- extremity
- in the extreme
- to extremes -
5 геркулесов
-а, -о, επ. ηράκλειος, του Ηρακλή•- ы столбы ή столпы οι ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) ή το τελευταίο άκρο όριο•
дойти до -ых столбов φτάνω ως το τελευταίο άκρο, όριο.
-
6 головка
тех. η κεφαλήзвукозаписывающая - τ4ζ 4Χ°ΥΡάφησης- иглы текст. - τηςβελόναςмногодорожечная вчт. - πολλών διαδρομώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > головка
-
7 законцовка
το άκρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > законцовка
-
8 закраина
(закруглённый край, кромка) η ακμή, το ομαλό (στρογγυλό) άκροмас-лоудерживающая - (напр на поддоне) το χείλος της συγκράτησης του λαδιού (στην ελαιολεκάνη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закраина
-
9 индентор
(наконечник твердомера) το άκρο του μετρητή σκληρότηταςвдавливать - в образец συμπιέζω/μπάζω το - στο δείγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индентор
-
10 кисть
1. (для нанесения краски, клея и т.п) το πινέλο, η βούρτσα (ξεν.)· белильная - για άσπρισμαволосяная - από τρίχες, τρίχινο -2. (гроздь) το τσαμπί, ο βότρυς 3. (пучок нитей, шнурков) το κρόσσι, η φούντα 4. (руки) το άκρο του χεριούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кисть
-
11 край
1. (кромка) το άκρο, η ακμή 2. (гра-ница) το σύνορο 3. (область, местность) η μεγάλη (διοικητική) περιοχή, η χώρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > край
-
12 кромка
1. (край чего-л.) το χείλος, η ακμήверхняя - киля мор. το άνω άκρο της τρόπιδας2. (ткани) η ούγια, η παρυφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кромка
-
13 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
14 наконечник
η αιχμήτο άκροη κεφαλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наконечник
-
15 обжимать
1. (в ковке) διαμορφώνω (διά της σφυρηλάτησης) 2. (зажим, наконечник на проводе) συσφίγγω (το άκρο στο σύρμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обжимать
-
16 оконечность
το άκρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оконечность
-
17 откусывать
(клещами, кусачками) αποκόβω/αποκόπτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > откусывать
-
18 отнять
1. мат. αφαιρώ 2. (взять силой, отобрать) αφαιρώπαίρνω (με τη βία) 3 мед. ακρωτηριάζωκόβω/αποκόπτω (το άκρο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отнять
-
19 пасынок
1. (столбовой опоры) η κεφαλή ή το άκρο του στηρίγματος 2. (боковой побег растения) о πλαϊνός βλαστός 3. (неродной сын одного из супругов) το προγόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пасынок
-
20 пистолет
1. тех. το πιστόλι, το ακρο-φύσιο- βενζίνης2. (огнестрельное оружие) το πιστόλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пистолет
См. также в других словарях:
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
άκρο(ν) — το (το ουδ. του επιθ. άκρος που χρησιμοποιείται ως ουσ.) 1. το τελευταίο σημείο, η άκρη: Από το ανατολικό άκρο της πόλης περνά η εθνική οδός. 2. το ανώτατο όριο, το κορύφωμα: Εκείνη τη στιγμή ήταν «εις άκρον» λυπημένος. 3. υπερβολή, ακρότητα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 … Dictionary of Greek