Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκραχολία

См. также в других словарях:

  • ακραχολία — ἀκραχολία και ἀκροχολία, η (Α) [ἀκράχολος] οξυθυμία, έκρηξη οργής …   Dictionary of Greek

  • ἀκραχολία — ἀκρᾱχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc/acc dual ἀκρᾱχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραχολίαι — ἀκρᾱχολίαι , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc pl ἀκρᾱχολίᾱͅ , ἀκραχολία passionateness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχολία — ἀκροχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc/acc dual ἀκροχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχολίας — ἀκροχολίᾱς , ἀκραχολία passionateness fem acc pl ἀκροχολίᾱς , ἀκραχολία passionateness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχολίᾳ — ἀκροχολίαι , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc pl ἀκροχολίᾱͅ , ἀκραχολία passionateness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • ακροχολία — ακρόχολος, ακροχολώ (AM) βλ. ακραχολία, ακράχολος, ακραχολώ …   Dictionary of Greek

  • ἀκραχολίαν — ἀκρᾱχολίᾱν , ἀκραχολία passionateness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροχολίαν — ἀκροχολίᾱν , ἀκραχολία passionateness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»