-
1 ακραχολία
ἀκρᾱχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc /acc dualἀκρᾱχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀκραχολία
ἀκρᾱχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc /acc dualἀκρᾱχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀκραχολία
A passionateness, burst of passion, Hp.Epid.7.11: later [full] ἀκροχολία, Sopat. ap. Stob.4.5.56, Plu.2.454b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκραχολία
-
4 ἀκρᾱχολία
-
5 ακροχολία
ἀκροχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc /acc dualἀκροχολίᾱ, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκροχολίαι, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc plἀκροχολίᾱͅ, ἀκραχολίαpassionateness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 ακραχολίαι
ἀκρᾱχολίαι, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc plἀκρᾱχολίᾱͅ, ἀκραχολίαpassionateness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 ἀκραχολίαι
ἀκρᾱχολίαι, ἀκραχολίαpassionateness: fem nom /voc plἀκρᾱχολίᾱͅ, ἀκραχολίαpassionateness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ακροχολίας
ἀκροχολίᾱς, ἀκραχολίαpassionateness: fem acc plἀκροχολίᾱς, ἀκραχολίαpassionateness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἀκροχολίας
ἀκροχολίᾱς, ἀκραχολίαpassionateness: fem acc plἀκροχολίᾱς, ἀκραχολίαpassionateness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀκρο-χολία
ἀκρο-χολία und ἀκρόχολος, für ἀκραχολία und ἀκράχολος.
-
11 ακραχολίαν
-
12 ἀκραχολίαν
-
13 ακροχολίαν
-
14 ἀκροχολίαν
См. также в других словарях:
ακραχολία — ἀκραχολία και ἀκροχολία, η (Α) [ἀκράχολος] οξυθυμία, έκρηξη οργής … Dictionary of Greek
ἀκραχολία — ἀκρᾱχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc/acc dual ἀκρᾱχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραχολίαι — ἀκρᾱχολίαι , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc pl ἀκρᾱχολίᾱͅ , ἀκραχολία passionateness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχολία — ἀκροχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc/acc dual ἀκροχολίᾱ , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχολίας — ἀκροχολίᾱς , ἀκραχολία passionateness fem acc pl ἀκροχολίᾱς , ἀκραχολία passionateness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχολίᾳ — ἀκροχολίαι , ἀκραχολία passionateness fem nom/voc pl ἀκροχολίᾱͅ , ἀκραχολία passionateness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
ακροχολία — ακρόχολος, ακροχολώ (AM) βλ. ακραχολία, ακράχολος, ακραχολώ … Dictionary of Greek
ἀκραχολίαν — ἀκρᾱχολίᾱν , ἀκραχολία passionateness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχολίαν — ἀκροχολίᾱν , ἀκραχολία passionateness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)