Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρο-σαπής

См. также в других словарях:

  • ημισαπής — ἡμισαπής, ές (Α) αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο σαπής, α σαπής] …   Dictionary of Greek

  • ακροσαπής — ἀκροσαπής, ὲς (Α) αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»