Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀκάχημαι

См. также в других словарях:

  • ἀκάχημαι — ἀχεύω grieving pres ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… …   Dictionary of Greek

  • agh- (*hegh-) —     agh (*hegh )     English meaning: to fear     Deutsche Übersetzung:’seelisch bedrũckt sein, sich fũrchten”     Material: Gk. ἄχος n. “ fear, pain, grief “, ἄχνυμαι, ἄχομαι “ grieving, sorrowing, mourning “ (Aor. ἥκαχε, ἠκαχόμην, perf.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»