-
1 αδυνατον
τό тж. pl.1) невозможное, невозможность Her.2) немощь, слабость, бессилие Plat. -
2 αδύνατον
-
3 ἀδύνατον
-
4 Ἀδύνατον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀδύνατον
-
5 ἀδύνατον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδύνατον
-
6 ἀδύνατόν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδύνατόν
-
7 αδύνατον
olamaz, imkansız, olmaz -
8 αδύνατον
impossible -
9 αδύνατον
niemożliwy przym. -
10 αδύνατον
nemožný -
11 αδύνατον
impossibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδύνατον
-
12 Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον
– Που γράφ' ο Θεός ξεβράκωτος, ποτέ βρακί δεν έχει• От судьбы не уйдешь• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον
-
13 ἀ-δύνατος
ἀ-δύνατος, 1) unvermögend, nicht im Stande, ἀμύ-νεσϑαι, sich zu wehren, Thuc. 2, 11; λέγειν 3, 42; ἀδυνατώτατος λέγειν Eupol. bei Plut. Alc. 13; vgl. Her. 5, 9; Xen. Mem. 2, 6, 25; χρήμασι, arm, Thuc. 7, 28; σώματι, zum Kriegsdienste untauglich, Invalide, s. Lys. or. 24 περὶ ἀδυνάτου; zu arm zum Dienst, Aesch. 1, 103 ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισϑοφορεῖν, vgl. Böckh's Staatshh. I p. 260 ff.; εἴς τι Plat. Hipp. min. 366 b. – 2) Pass. unmöglich, τὸ ἀδύνατον u. τὰ ἀδ., die Unmöglichkeit, Her. 9, 60; Eur. Iph. A. 1370; καὶ χαλεπὰ ἔργα Xen. Cyr. 1, 1, 3; An. 5, 6, 10; ἀδύνατόν ἐστι τυχεῖν Pind. N. 7, 55; ἐϑέλειν Plat. Rep. II, 381 c; ἀδύνατά ἐστι, Pind. P. 2, 81; Thuc. 8, 60; ἀδ. ὑμῖν, ὥςτε έλέσϑαι Plat. Prot. 338 c; auch adv., ἀδυνάτως ἔχειν, unmöglich sein, nicht im Stande sein, Antiph. 5, 76; Axioch. 364 b; πρὸς τὰς στρατείας Plut. Ages. 27.
-
14 ἀπάγω
ἀπάγω [ᾰγ],A lead away, carry off,ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Od.18.278
;ἀ. τινὰ ἐκτόπιον S.OT 1340
(lyr.), cf. 1521, etc.; προσάγειν.., ἀπάγειν, bring near.., hold far off, Arist.GC 336a18; ἀ. ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν remove it, Thphr.HP7.6.2;τὸ ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ τραχήλου Plu.Ant. 12
; οὐκ ἀπάξετε ταῦτα; stop this fooling! Jul.Or.7.225a:—[voice] Med., take away for or with oneself,παρθένον Hdt.1.196
, cf. 4.80, Ar.Nu. 1105, etc.; or that which is one's own, X.Cyr.3.1.37, etc.:—[voice] Pass., brought to a point, tapering off,Hdt.
7.64, cf. 2.28, Arist. PA 658b30.2 lead away, draw off troops,τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.1.164
, cf. Th.1.28, al.;ἄπαγε τὸν ἵππον Ar.Nu.32
.b elliptically, retire, withdraw, Hdt.5.126, X.HG1.1.34, al.; 'go off', Apollod.Epit.3.3.II bring back, bring home, Il.18.326;ἀπήγαγεν οἴκαδε Od.16.370
, cf. S.Ph. 941, X.An.1.3.14;ἀ. ὀπίσω Hdt.9.117
.III return, render what one owes, pay, , cf. X.Cyr.2.4.12, Th.5.53; render service, honour, etc.,κώμους πρὸς τάφον E.Tr. 1184
;θεωρίαν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b
.IV arrest and carry off,ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ Hdt.2.114
, cf 6.81;δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο E.Ba. 439
:—[voice] Pass.,ἀπαχθέντας παρ' ἑωυτόν Hdt.6.119
.2 law-term, bring before a magistrate and accuse (cf. ), Antipho5.85; ἀσεβείας for impiety, D.22.27;ἀ. ὡς θεσμοθέτας Id.23.31
;ἀ. τοῖς ἕνδεκα Id.24.113
; τὴν ἐπὶ θανάτῳ -εσθαι Sch.Arist.Rh. 1397a30ap.D.H.Amm.1.12.3 carry off to prison, Pl.Grg. 486a, Ar.Ach.57;εἰς τὸ δεσμωτήριον And.4.181
, D.23.80, 35.47 ([voice] Pass.): abs.,ὡς γόης ἀπαχθῆναι Pl.Men. 80b
;ἀπαχθείς Lys.25.15
.V lead away, divert from the subject, esp. by sophistry,ἀπὸ τοῦ ὄντος ἐπὶ τοὐναντίον Pl.Phdr. 262b
;ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως D.19.242
;ἀ. τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης
divert..,Th.
2.59; ἀπὸ δεινῶν ἀ. τὴν γνώμην ib.65.b in Logic, reduce,εἰς ἀδύνατον Arist.APr. 29b9
:—impers. in [voice] Pass.,ἀπῆκται ἄρα εἰς.. Papp. 798.11
.c in later Greek, reduce, drive an opposing disputant,ἐπὶ ψεῦδος S.E.P.2.233
; εἰς ἀντίφασιν, εἰς ἄτοπον, Phlp.in APr. 21.31, 58.14:—[voice] Pass.,εἰς ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Phlp.in APr.129.2.VI simply, carry,ἐν ἀριστερᾷ τόξον Id.Lg. 795a
. -
15 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
-
16 πρᾶγμα
πρᾶγμα, τό, ion. πρῆγμα, sehr häufig bei Her., das Gethane, Geschehene. die That, das Geschäft; τελευτὰν πράγματος, Pind. Ol. 13, 75; πράγματι παντὶ τιμὰν φέρειν, P 4, 278; τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά, Aesch. Eum. 122; τί τοῠδέ σοι μέτεστι πράγματος; 545; πρᾶγμ' ἀνὴρ πράσσων μέγα, Soph. El. 312; τὸ γὰρ πρᾶγμ' οὔτ' ἔδρασα, Ant. 239; übh. Sache, τί δ' εἰδὼς τοῠδε πράγματος πέρι, Ai. 734; φράσον μοι πρᾶγμ', ὅτῳ σ' ἐνύβρισαν, Phil. 342; ποῠ ποτ' εἰμὶ πράγματος; in welcher Lage, welchem Unglück? Trach. 374; vgl. ὁρᾷς τἀμὰ πράγματ' ὡς ἔχει, Eur. Alc. 281; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα, ich habe damit Nichts zu schaffen, kümmere mich nicht darum, Med. 451; κοινὰ πρἀγματα, Staatsangelegenheiten, das allgemeine Beste, I. T. 1062, u. so öfter, ἐν ἡμῖν ἐστι τῆς πόλεως τὰ πράγματα, Ai. Lys. 82, τὰ πρήγματα τῶν Ἑλλήνων, das Staatsw, sen, die politische Macht. daz politische Interesse der Hellenen, Her. 7, 236. 237. 8, 136; so auch τὰ Περσικὰ πρήγματα, 3, 137, wie Aesch. Pers. 711 sagt διαπεπ όρϑηται τὰ Περσῶν πράγματα, die Staatsmacht; καταλαμβάνειν τὰ πράγματα, ἔχειν τὰ πρ., Thuc. 3, 30. 62. 72; οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν, die, welche die Verwaltung des Staates in Händen haden, an den Staatsgeschäften Theil haben, 3, 28, wie Dem. 9, 56, πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, Plat. Apol. 31 d; ἐπιϑέσϑαι τοῖς ἐκεῖ πράγμασιν, Alc. I, 105. c. – Anders νεώτερα πράγματα ἐν τῇ πόλει γενέσϑαι, Neuerungen, Lys. 13, 6, νεωτέρων ἐπιϑυμοῠντες πραγμάτων, Xen. Hell. 5, 2, 9; – πράγματα παρέχειν τινί, Einem Mühe und Noth machen, Einem zu schaffen machen, Ar. Av. 931; Her. 7, 239; vgl. πάντα πράγματα παρέχειν τῷ σύζυγι, Plat. Phaedr. 254 a, u. öfter; Xen. An. 4, 1, 22; auch χώρᾳ, 1, 1, 11; u. πράγματα παρέχουσιν οἱ ἵπποι ἐπιμέλεσϑαι, Cyr. 4, 5, 46; πράγματα ἔχειν, Noth haben, geplagt sein, Plat. Gorg. 467 d; πράγματ' ἔχει διερευνώμενος, Theaet. 174 b; vgl. Her. 7, 147; Xen. Cyr. 1, 4, 5 u. öfter; auch εἰς πράγματα ἐμβάλλειν τινά, Luc. Tim. 39. – Ueberh. eine Sache, die nothwendig oder nützlich ist, worauf Etwas ankommt; πρᾶγμά ἐστί μοι, mit folgendem infin., es kommt darauf an, es ist angemessen, rathsam, opus est, Her. 4, 11. 7, 12, vgl. 1, 17. 79. 207. 7, 13; und οὐδὲν πρᾶγμα, es ist keine Sache, worauf es ankommt, es ist Nichts daran gelegen, Plat. Gorg. 447 b Conv. 198 e u. öfter; εἰ έν ἑτέραις συλλαβαῖς ἢ ἐν ἑτέραις τὸ αὐτὸ σημαίνει, οὐδὲν πρᾶγμα, Crat. 393 d; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα φύρεσϑαι πρὸς τὸν ἄνϑρωπον, Hipp. mai. 291 a; Xen. An. 6, 4, 8 ὅτι οὐδὲν εἴη πρᾶγμα, es habe Nichts zu bedeuten. Auch διομνύμενος μηδὲν εἶναι σοὶ καὶ Φιλίππῳ πρᾶγμα, Dem. 18, 283, du habest Nichts mit dem Philipp zu schaffen, u. öfter; – πρῆγμα ποιεῖσϑαί τι, Etwas zu einer Sache von Bedeutung machen, es als eine Sache von Wichtigkeit nehmen, behandeln, darauf achten, Her. 7, 150; πρῆγμα οὐδὲν ποιεῖσϑαι, Nichts daraus machen, nicht darauf achten, 6, 63; eben so οἷς μηδὲν ἦν πρᾶγμα τοῠ πολέμου, die sich um den Krieg nicht kümmerten, Plut.; ὅτι πρᾶγμά τι εἴη, ein schlimmer Punkt, ein Hinderniß, Xen. An. 4, 1, 17. – Zuweilen auch von einzelnen Personen od. Dingen, μέγα πρᾶγμα, ein großes Ding, Stück, sowohl von Menschen ( Dem. 35, 15) als Thieren (vgl. Alexis bei Ath. III, 123 e, πρᾶγμα δ' ἐστί μοι μέγα φρέατος); πονηρὸν. τὸ πρᾶγμα, das ist ein schlimmes Ding; daher ἦν μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, er war ein großes Ding beim Könige, galt viel bei ihm, Her. 3, 132; ἄμαχον πρᾶγμα, von einem Weibe, Xen. Cyr. 6, 1, 36. – Ganz allgemein, der Zustand, vgl. πράσσω, τὸ σὸν τί ἐστι πρᾶγμα; was ist deine Sache, wie steht es mit dir? Plat. Apol. 20 c; φαῠλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν πρᾶγμα, es stände ja sonst schlecht mit mir, Hipp. mai. 286 e; ἐν τοιούτοις πράγμασιν ὄντες, in solcher Lage, Xen. An. 2, 1, 16; bes. vom Unglück, ἀδύνατον τοσούτους τρέφειν ἐν τοιούτοις πράγμασιν, Mem. 2, 7, 2; οὔτ' εἰ ἀγαϑῷ, οὔτ' εἰ κακῷ πράγματι, etwas Gutem oder Bösem, Plat. Prot. 312 c, u. öfter so, wo wir Deutschen das Neutrum des Adject. substantivisch brauchen. – Bei Pol. ist πράγματα oft opes, Macht, πραγμάτων ἱκανῶν κύριος, 1, 2, 5 u. sonst; ἐπέστη ἐπὶ τὰ πράγματα, 5, 41, 2; ἐδέξατο τὰ πράγματα, rerum potitus est, Plut. Pomp. 5.
-
17 πότερος
πότερος (ΟΣ, ἕτερος), ion. κότερος, – 1) welcher von beiden? bei Hom. nur einmal, in indirecter Frage, Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη, Il. 5, 85; πότερος περὶ τῶν χρηστῶν σιτίων ἐπαΐει, ὁ ἰατρὸς ἢ ὁ ὀψοποιός, Plat. Gorg. 464 d, vgl. Crat. 403 c Gorg. 521 a; öfter auch in indirecter Frage, σκόπει, πρὸς ποτέρους διαλέγει, Rep. VI, 527 e; Folgde. – Bes. häufig ist πότερον im ersten Gliede einer Doppelfrage, wie das lat. utrum, ob, πότερον ἄρα – ἤ, Pind. P. 11, 22; τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες, μάχης, ἢ παῖς ἐμός; Aesch. Pers. 343, u. öfter; Soph., Eur., Ar. u. in Prosa. Eben so oft auch im plur., πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Aesch. Ch. 118; Suppl. 331 u. öfter, Soph., Eur. u. Ar., wie in Prosa, sowohl in directer als indirecter Frage; vgl. noch Xen. Hell. 3, 5, 22; selten in einfacher Frage, wie πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τάδε; Soph. Phil. 1219, vgl. O. C. 334, wo das zweite Frageglied aus dem Zusammenhange zu ergänzen ist; Aesch. Pers. 235; Anaxandrid. bei Ath. IV, 166, d; so auch Plat. Soph. 228 a Polit. 284 d; Xen. Cyr. 1, 3, 15. – 2) indefin. Einervonbeiden, τί οὖν λέγει πότερος ὑμῶν; Plat. Lach. 181 d; ὅ φησι τούτων πεπονϑέναι πότερον, Soph. 259 d; τούτων πότερα γενέσϑαι ἢ ἀμφότερα ὡς ἄρα ἐστὶν ἀδύνατον, Rep. VI, 499 c. Nach Phot. lex. müßte in dieser Bdtg ποτερός geschrieben werden.
-
18 παγ-χάλεπος
παγ-χάλεπος, ganz, sehr schwer, schwierig, gefährlich; Plat. Soph. 236 d Phil. 16 c; καίπερ παγχάλεπον ὄντα ἀφαιρεῖν, Polit. 291 c; ἢ ἀδύνατον εἶναι ἢ παγχάλεπόν τι, Phaed. 85 c; Folgde.
-
19 χαρίεν
χαρίεν att. χάριεν betont, angenehm, anmuthig, liebreizend, lieblich, übh. was Einem angenehm u. erwünscht ist; Hom. nur von Sachen, δῶρα Il. 8, 204, εἵματα 5, 905, φᾶρος Od. 5, 231, ἔργα 10, 223, ἀοιδή 24, 198; bes. von Theilen des menschlichen Körpers, μέτωπον Il. 16, 798, πρόςωπον 18, 24, κάρη 22, 403; u. dem entsprechend τοῠπερ χαριεστάτη ἥβη Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἔναυλοι Hes. Th. 129; u. Th. 246. 260 zuerst als Bezeichnung weiblicher Anmuth und Schönheit; μέλος, πόνος Pind. P. 5, 107 N. 3, 12; μέλεα Archil. 54; χαρίεντα δῶρα Ar. Plut. 849; ib. 144 ist vrbdn εἴ τί γ' ἔστι λαμπρὸν καὶ καλὸν ἢ χάριεν ἀνϑρώποισι. So auch in Prosa, χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Plat. Phaedr. 229 b, vgl. 230 b; Folgde. – Bei den Attikern χαρίεις von Personen gesagt = durch seines Betragen einnehmend, artig, auch witzig, scherzhaft, geistreich, wie Arist. Eth. 1, 4. 5 im Ggstz von οἱ πολλοὶ καὶ φορτικοί, vgl. Polit. 2, 5; τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα Plat. Rep. V, 452 b; so bes. Sp.; οἱ χαριέστεροι Ggstz von οἱ πολλοί Luc. Nigr. 27, Ggstz von οἱ πρὸς ἀλήϑειαν χείρονες 48; auch von Sachen, artig, sinnreich, allerliebst, χαρίεντα σοφίζεσϑαι Ar. Av. 1401; χαρίεν γάρ, das ist spaßhaft ( Scholl. γελοιῶδες, ἀνόητον), Luc. Iov. Trag. 26 Vit. auct. 3; τὸ ἀστεῖον καὶ χαρίεν V. H. 1, 2; Plat. χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ, Rep. X, 602 a; παιδιᾶς ἔχεις τι χαριέστερον εἶδος ἢ τὸ μιμητικόν Soph. 234 b; Θρᾶττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα ϑεράπαινα Theaet. 174 a. – Ironisch χαρίεν γάρ = das wäre schön, Xen. Cyr. 1, 4, 43; aber An. 3, 5,12 τὸ μὲν ἐνϑύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι. τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον ist = die Erfindung schien sein, es schien gut ausgesonnen. – So auch adv. χαριέντως, s. unten.
-
20 κατα-λαμβάνω
κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) ergreifen, erfassen, festhalten; τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od. 9, 43, öfter in tmesi; von der Krankheit, κατέλαβε νοῠσός μιν, Her. 3, 149; Sp.; καταλαμβανόμενος ὑπὸ πολεμίων Plat. Legg. XII, 944 c; τῇ χειρὶ τὸν ὀφϑαλμόν, zuhalten, Theaet. 165 b; – einnehmen, besetzen, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι Thuc. 1, 126; Ar. Lys. 263; übertr., κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν Plat. Rep. VIII, 560 b; Pol. 3, 104, 3 u. A.; ὁ δὲ Πειραιεὺς ἦν κατειλημμένος Isocr. 18, 17; στρατόπεδον, ein Lager beziehen, Thuc. 2, 81; πάντα φυλακαῖς, besetzen, Plut. Pericl. 33. – Auch im med., für sich einnehmen, κατελάβετο τὴν πόλιν Pol. 1, 58, 2, öfter; so τὰ πρήγματα Her. 6, 39; selbst perf. so, κατειλημμένων τὴν πέτραν τῶν βαρβάρων D. Sic. 17, 85; aber Andoc. 1, 19 lies't Bekker λαμβανόμενος τῶν γονάτων für die vulg. καταλ. – Aehnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen, Ar. Eccl. 86; ϑέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen, Luc. de salt. 5; – Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme, Her. 6, 39, der es auch von Schriftstellern braucht, vorwegnehmen, früher erzählen, τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι 6, 55; – χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens, Ar. Lys. 624. – 2) festhalten, zurückhalten, hemmen; καταλαβεῖν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Her. 1, 46; τὸ πῦρ 1, 87; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück, 3, 36; τὰς διαφοράς 7, 9, 2, Streitigkeiten beilegen; auch ἐρίζοντας, 3, 128, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων ϑάνατος οὕτω καταλαμφϑεὶς ἐσιγήϑη 5, 21, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφϑέν, irgendwo zurückgehalten, Plat. Rep. VI, 496 b. – Erzwingen, befehlen, ἀνάγκη κατείληφεν Plat. Legg. VII, 814 d; τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα 823 a; – πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend, Her. 9, 106; Thuc. 4, 86; ὅρκῳ κατειλημμένοι 1, 9; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία, 5, 21; Sp. öfter, wie D. Hal. 3, 24 Luc. D. Mar. 10, 1. – Den Schuldigen ergreifen, verurtheilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι, Antiph. 2 δ 11, von ἀπολύω, 4 δ 9; καταλαμβάνεσϑαι ὑπὸ τῶν νόμων 4 γ 2 u. öfter. – 3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; καταλαμβάνομεν τὸν.Σωκράτη ἄρτι λελυμένον Plat. Phaed. 59 e; ἀνεῳγμένην καταλ. τὴν ϑύραν Conv. 174 d; κατελάβομεν περιπατοῠντα Prot. 314 e, wir trafen ihn beim Spazierengehen; ὡς ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαϑέστερον ἐκείνων ὄντα Apol. 22 b; καταλαβὼν ἐν Βοσπόρῳ μοχϑηρὰ τὰ πράγματα καὶ τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν Dem. 34, 8; τὴν Σπάρτην ἔρημον Pol. 9, 8, 5; φεῦγε, πρὶν τὸν τοξότην ἥκοντα καταλαβεῖν Ar. Thesm. 1209; Eur. Cycl. 259 κατελήφϑη πωλῶν τὰ σά; Luc. Alex. 37 hat so auch das med. – Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden, Inscr. 160; vgl. Böckh Att. Seew. p. 8. – 41 mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen; κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐνεργεστάτης αἰσϑήσεως Plat. Phaedr. 250 d; Phil. 16 d; Sp., wie Pol. 8, 4, 6; ἐκ τούτου κατέλαβον τοῦ φάσματος, ὅτι νίκην αὐτοῖς σημαίνει τὸ δαιμόνιον D. Hal. 5, 46; auch im med., 2, 66. – 5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen (s. 1), die plötzlich über Einen kommen, gesagt wird εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι, Plat. Legg. IX, 873 a, öfter, vgl. Eur. Hipp. 1161, κίνδυνος Dem. 18, 99, Sp., so ist καταλαβοῦσα ξυμφορή ein eintreffendes Unglück, Her. 4, 161, u. so öfter; begegnen, treffen, τὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε 9, 93; εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι 9, 60; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. 4, 20; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu thun, Her. 3, 65; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποϑανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den Einen ergriff das Sterben, 3, 118, vgl. 4, 105. 6, 38; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse, = dem att. συμβάντα, 9, 49; ähnl. Thuc. ἢν δέ γε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ, 2, 54, wie 2, 18; Sp., τὰ ἐκ τοῦ ϑεοῦ κατειληφότα Paus. 10, 23, 7, öfter; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war, D. Sic. 20, 86; D. Hal. 5, 44 u. a. Sp.; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor, Hdn. 7, 2, 18, öfter. – Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Her. 3, 139. – Im pass. vrbdt Thuc. 7, 57 ἐν τοιαύταις ἀνάγκαις κατειλημμένος.
См. также в других словарях:
ἀδύνατον — ἀδύνατος unable masc/fem acc sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν ἅπασι τὸ τέλειον ἀδύνατον. — См. Всезнанья Бог человеку не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( … Deutsch Wikipedia
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek