Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγωνιᾷν

См. также в других словарях:

  • ἀγωνιᾶν — ἀγωνία contest fem gen pl (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc nom sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιᾷν — ἀγωνιάω contend eagerly pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίαν — ἀγωνίᾱν , ἀγωνία contest fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • подвизаниѥ — ПОДВИЗАНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Деятельность, работа: мню ѹмъ си(м) ˫авлѧ˫а. и подвизань˫а того iли разумы. (τὰ… κινήματα) ГБ к. XIV, 43г; Обаче же по средѣ идуще мы. дебелы(х) отину(д) разумо(м). и ˫аже зѣло разумна и взнесена. да не отину(д) праздни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… …   Dictionary of Greek

  • παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»