-
1 παρα-τάσσω
παρα-τάσσω, att. - ττω, daneben, neben einander ordnen, bes. in Schlachtordnung stellen; Her. 9, 31; ἅπαντας παρέταξε παρὰ τὸ Λύκειον, ὡς μαχούμενος, Xen. Hell. 1, 1, 33; τὸν πολέμαρχον παρατάξαι ἐκέλευσε τὸ στράτευμα, 4, 3, 21, öfter; Folgde, bes. im med.; Xen. Cyr. 5, 3, 5; Pol. 1, 9, 4 u. sonst; auch von der Flotte, ἀνταναγαγόμενοι καὶ παραταξάμενοι ἐναυμάχησαν, Thuc. 1, 29; – παραταξάμενοι τοῖς πολεμίοις, Isocr. 12, 92; ἀλλήλοις, Xen. Hell. 4, 3, 5; πρός τινα, Isocr. 4, 96; Pol. 2, 1, 8 u. A.; ἐπί τινα, App. B. C. 5, 22; – pass., παρά τινος, Her. 8, 95; τοὺς παρατεταγμένους ἱππέας, Thuc. 7, 78, u. sonst; komisch λοπάδων παρατεταγμένη φάλαγξ, Diphil. bei Ath. VI, 231 a. – Oft ist mit dem »sich gegen Einen in Schlachtordnung stellen« der Begriff des Kampfes vrbdn, πολλάκις παραταττόμενοι τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 39, 12; vgl. Dem. 59, 95. – Uebertr. sagt Plat. ἀγωνιᾶν καὶ παρατετάχϑαι πρὸς τὸ ἀπ οκρίνεσϑαι, Prot. 333 e. – Sp., wie Plut., auch = sich vorsetzen, einen Entschluß bei sich fassen.
-
2 τρᾱχύνω
τρᾱχύνω, ion. τρηχύνω, perf. τετράχυσμαι, Arist. H. A. 4, 9, E., wo ein cod. τετράχυμαι hat, wie Plut. Num. 8 steht; auch τετράχυμμαι, Schäf. Schol. Ap. Rh. 3, 276; – rauh, uneben machen; ἐπαλείφουσα τὰ τραχυνϑέντα Plat. Tim. 66 c; αὔρη τραχύνει πέλαγος Ap. Rh. 4, 768; übertr., zornig, böse machen. erzürnen, aufbringen, Aesch. Spt. 1036; καὶ ἐδόκει μοι ἤδη τετραχύνϑαι καὶ ἀγωνιᾶν, Plat. Prot. 333 e; πρός τινα, Pol. 2, 21, 3; Sp.
-
3 βραχύς
βραχύς, εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσϑαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασϑαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.
-
4 βραδύς
βραδύς, εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα ϑεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; ϑᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῠ ἐλάσσων. οὐδαμοῠ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.
-
5 κρατητικός
κρατητικός, zum Festhalten, Ueberwältigen geschickt; νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν Plat. defin. 414 a; Sp.
-
6 μασταρύζω
μασταρύζω, auch μασταρίζω geschrieben, von den VLL. κακῶς μασῶμαι καὶ βλακικῶς erkl.; von Phot. auch τρέμειν, ἀγωνιᾶν, wie aus Ar. Ach. 649 ὁ δ' ὑπὸ γήρως μασταρύζει hervorgeht, von alten Leuten gesagt, die nicht mehr recht kauen können, mit den Lippen od. Kinnbacken wackeln, murmeln. Vgl. noch μαστιχάω.
-
7 ἐκ-τείνω
ἐκ-τείνω (s. τείνω), ausspannen, ausdehnen, τινά, Aesch. Ch. 983; κῶλον πρὸς κέντρα Prom. 323; ἀνὴρ ἐκτέταται νύχιος, liegt im Schlafe ausgestreckt, Soph. Phil. 846; Xen. An. 5, 1, 2 Conv. 4, 31; νέκυν Eur. Hipp. 786; tödten, niederwerfen, Med. 585; ξίφος εἰς ἧπαρ, hineinstoßen, Phoen. 1421; τὴν χεῖρα, ausstrecken, Ar. Eccl. 782 Plat. Rep. V, 449 b, was auch übertr. »wonach verlangen« bedeutet, die Hand nach Etwas ausstrecken, Pol. 1, 3, 6. 5, 34, 4; τὴν κέρκον Plat. Phaedr. 254 d; κάλων Prot. 338 a; τὰ γόνατα Ar. Vesp. 1212; τὰ σκέλη Xen. An. 5, 8, 14. Von der Rede, λόγος ἐκταϑείς, gedehnt, Plat. Legg. X, 887 a; Aesch. τοσοῠτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eumen. 207; ϑεοῖς φροίμιον Ag. 829; vgl. Ath. XIII, 573 b; μείζονα λόγον Soph. Tr. 676; Eur. öfter; ἤδη πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. Ai. 1381; περιπάτους Xen. Mem. 3, 13, 5. Ein Heer der Länge nach aufstellen, στρατόν Eur. Heracl. 801; ἐπ' ἐννέα ἀσπίδων Xen. Hell. 6, 5, 19; öfter Pol. Uebertr., πᾶσαν προϑυμίην, allen Fleiß anwenden, Her. 7, 10, 7; ϑυμόν Andoc. 3, 31. Aehnl. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. O. R. 153; ἅπασαν ἀγωνίαν ἐκτεῖναι Dem. 60, 30, wo Bekker ἐκτῖναι lies't. – Bei den Grammatikern: einen kurzen Vocal dehnen, wie Ath. X, 446 d. – Im pass., sich hinziehen, hinerstrecken, von Gegenden, D. Per. 40.
См. также в других словарях:
ἀγωνιᾶν — ἀγωνία contest fem gen pl (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιᾷν — ἀγωνιάω contend eagerly pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίαν — ἀγωνίᾱν , ἀγωνία contest fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвизаниѥ — ПОДВИЗАНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Деятельность, работа: мню ѹмъ си(м) ˫авлѧ˫а. и подвизань˫а того iли разумы. (τὰ… κινήματα) ГБ к. XIV, 43г; Обаче же по средѣ идуще мы. дебелы(х) отину(д) разумо(м). и ˫аже зѣло разумна и взнесена. да не отину(д) праздни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… … Dictionary of Greek
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek