-
1 αθλεω
ион. ἀεθλέω1) воевать, сражаться(τινι Hom.)
κακῶς ἀ. πρός τινα Her. — терпеть поражения в войне с кем-л.;ἆθλοι, οὕς πόλις ἀθλεῖ Plat. — войны, которые ведет государство;ἠθληκὼς πολλοὺς καὴ μεγάλους καθ΄ αὁτον ἀγῶνας Plut. — командовавший многими большими сражениями2) бороться, состязаться(κατὰ τέν ἀγωνίαν Plat.)
ἀ. τῷ σώματι Aeschin. — быть участником гимнастических состязаний3) (о трудном деле, подвиге) совершать, исполнять(πολλά Hom.; φαῦλον πόνον Eur.)
ἤθλησα κινδυνεύματ΄ ἐν τὠμῷ κάρᾳ Soph. — жизнь моя подверглась тяжелым опасностям -
2 εκτεινω
(= ἐκτανύω См. εκτανυω)(fut. ἐκτενῶ, aor. ἐξέτεινα; pass.: fut. ἐκταθήσομαι, aor. ἐξετάθην)
1) вытягивать, распрямлять(τὰ σκέλη Xen.; τὸν δάκτυλον Arst.)
ἐκταθεὴς καθεύδων Xen. и ἐκτεταμένος καθεύδων Plut. — вытянувшись во сне;προς κέντρα κῶλον ἐ. Aesch. — лезть на рожон;ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. — я охвачен ужасом (досл. я распростерт в страхе)2) растягивать, удлинять(τὸν βίον πρὸς τὰ πεντήκοντα Arst.; τοὺς περιπάτους Xen.; воен. τὸ κέρας Plut.)
ἐ. πλεῦνα λόγον Her. и μείζονα λόγον Soph. — говорить пространно;πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. — прошло много времени3) протягивать, простирать(τέν χεῖρα Arph., Plat., Polyb.)
ἐκεῖσε κακεῖσ΄ ἀσπίδ΄ ἐκτείνων χερί Eur. (об — обороняющемся) поворачивая рукой щит то туда, то сюда4) натягиватьπάντα κάλων ἐ. погов. Plat. — натягивать все канаты, т.е. пускать в ход все средства
5) воен. вытягивать в длину, выстраивать(στρατόν Eur.)
ἐ. τὸ στράτευμα ἐπὴ δέκα ἀσπίδων Xen. — построить войско по десяти бойцов в глубину6) напрягать(πᾶσαν προθυμίην ἐ. Her.)
ἅπασαν ἀγωνίαν ἐ. Dem. — бороться изо всех сил;ἐκτείνων ἵππον Xen. — пустив коня во весь опор7) убивать наповалἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ΄ ἔπος Eur. — одно лишь слово убьет тебя
8) вонзать(ξίφος εἰς ἧπαρ Eur.)
-
3 κρατητικος
См. также в других словарях:
ἀγωνιᾶν — ἀγωνία contest fem gen pl (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιᾷν — ἀγωνιάω contend eagerly pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίαν — ἀγωνίᾱν , ἀγωνία contest fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвизаниѥ — ПОДВИЗАНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Деятельность, работа: мню ѹмъ си(м) ˫авлѧ˫а. и подвизань˫а того iли разумы. (τὰ… κινήματα) ГБ к. XIV, 43г; Обаче же по средѣ идуще мы. дебелы(х) отину(д) разумо(м). и ˫аже зѣло разумна и взнесена. да не отину(д) праздни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρατητικός — κρατητικός, ή, όν (Α) [κρατώ] 1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί 2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.) 3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός… … Dictionary of Greek
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek