Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λίπα

См. также в других словарях:

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • λίπα — richly indeclform (adverb) λίπᾱ , λίπος animal fat neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λίπᾱ , λιπάω to be sleek pres imperat act 2nd sg λίπᾱ , λιπάω to be sleek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσειας — λιπά̱σειας , λιπάω to be sleek aor opt act 2nd sg (doric aeolic) λιπάζω aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπας — λίπᾱς , λιπάω to be sleek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπτω — (Α) 1. (ενεργ και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά 2. μέσ. λίπτομαι είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip τής ΙΕ ρίζας *leip «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • λίπ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίφ' — λίπε , λείπω leave aor imperat act 2nd sg λίπε , λείπω leave aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λίπα , λίπα richly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kryolipolyse — Unter Kryolipolyse (von altgriechisch κρύος kryos = „Frost, Eis“, λίπα lipa = „fett“ und λύσις lysis = „Lösung, Auflösung“) versteht man die Verminderung von Fettzellen durch lokale Anwendung von Kälte zu kosmetischen Zwecken. Es handelt sich um… …   Deutsch Wikipedia

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αργιλιπής — ἀργιλιπής, ές και ἀργίλιψ ( ιπος), ο (Α) ο λευκός (αποδίδεται σε φίδια). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + λίπα (πρβλ. λίπος) τ. που απαντά συνηθέστερα με επιρρ. σημασία κυρίως στη φρ. λίπ ἐλαίῳ «σε αφθονία ελαίου», αλλά και σπάνια ως ουσ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»