Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγνο-έω

См. также в других словарях:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… …   Wikipédia en Français

  • Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… …   Wikipédia en Français

  • άγνινος — ἄγνινος, η, ον (Α) [ἄγνος] ο κατασκευασμένος από αγνό, από λυγαριά …   Dictionary of Greek

  • αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… …   Dictionary of Greek

  • αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… …   Dictionary of Greek

  • αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον …   Dictionary of Greek

  • αγνόστομος — ἁγνόστομος, ον (Μ) αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + στόμα] …   Dictionary of Greek

  • αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • αχραντόσωμος — ἀχραντόσωμος, ον (Μ) αυτός που έχει άχραντο (αγνό) σώμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»