-
1 αγνός
-
2 αγνορυτος
-
3 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
См. также в других словарях:
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… … Wikipédia en Français
Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… … Wikipédia en Français
άγνινος — ἄγνινος, η, ον (Α) [ἄγνος] ο κατασκευασμένος από αγνό, από λυγαριά … Dictionary of Greek
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek
αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… … Dictionary of Greek
αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον … Dictionary of Greek
αγνόστομος — ἁγνόστομος, ον (Μ) αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + στόμα] … Dictionary of Greek
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek
αχραντόσωμος — ἀχραντόσωμος, ον (Μ) αυτός που έχει άχραντο (αγνό) σώμα … Dictionary of Greek