-
1 ἁγνόρυτος
ἁγνό-ρῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁγνόρυτος
См. также в других словарях:
πάνρυτος — ον, Α πάρα πολύ ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνό ρυτος] … Dictionary of Greek