-
1 θρούς
-
2 θροῦς
-
3 θροῦς
θρόος, Att. θροῦςMeaning: `call, voice'Other forms: att. θροῦςSee also: s. θρέομαι.Page in Frisk: 1,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θροῦς
-
4 θροῦς, θροῦ
ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 1 Mc 9,39; Wis 1,10noise Wis 1,10; bustle, hubbub 1 Mc 9,39 -
5 θρόος
θρόος, Att. θροῦςMeaning: `call, voice'Other forms: att. θροῦςSee also: s. θρέομαι.Page in Frisk: 1,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρόος
-
6 δημόθροος
A uttered by the people, φήμη, ἀρὰ δ., A.Ag. 938, 1409; δ. ἀναρχία lawlessness of popular clamour, ib. 883.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόθροος
-
7 διατρέχω
A- έδρᾰμον Od.3.177
, etc., also- έθρεξα Call.Lav. Pall.23
, AP5.225 (Paul. Sil.):— run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.;τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100
; ; pass through,διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26
(i A.D.).2 metaph., run through, ;τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31
; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr. 237a.II abs., run about, , cf. Men.Epit. 245; ;νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20
: metaph., run through, spread,ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16
;δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68
;θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13
.2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3.3 δ. εἰς.. come quite to.., Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to.., Plu.Pyrrh. 24;πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρέχω
-
8 θρόος
A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Il.4.437; poet. of musical sounds,πολύφατος θ. ὕμνων Pi.N.7.81
; θ. αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18. -
9 κακόθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόθροος
-
10 μελίθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίθροος
-
11 πάνθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνθροος
-
12 πολύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθροος
-
13 ἀλλόθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλόθροος
-
14 ἔναυλος
I ([etym.] αὐλός) bed of a stream,τάχα κεν.. ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Il.16.71
; torrent, mountain-stream,ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀπο ¯ έρσῃ 21.283
, cf. 312.II ([etym.] αὐλή) dwelling, shelter: pl., haunts of the country-gods, , cf. h.Ven.74, 124, E.Ba. 122 (lyr.), HF 371 (lyr.); also ἁλὸς ἐναύλους, of the sea, Opp.H.1.305; Ποσειδάωνος ἐ. ib.3.5.-- [dialect] Ep. word, used by E. in lyr.III Adv. - ως by means of pipes,διάγειν AB464
. [full] ἔναυλος (B), ον, Adj.:I ([etym.] αὐλός) on or to the flute, accompanied by it,κιθάρισις Philoch.66
;θροῦς Philostr.Im.1.2
.2 mostly metaph., λόγος, φθόγγος ἔ., words, voice ringing in one's ears, still heard or remembered, Pl.Mx. 235c, Luc.Somn.5; ἔ. φόβος fresh fear, Pl.Lg. 678c; ἔναυλον ἦν πᾶσιν ὅτι .. all had it fresh in memory that.., Aeschin.3.191;ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων D.H.9.7
;ἔ. δύναμις Arist. Pr. 928b7
; ἔ. ἔχειν ὅτι to have it fresh in one's mind, that.., Plu.2.17d;τὰ ὦτα ἔναυλος ὢν διαμέμνηται τοῦ μέλους Max.Tyr.7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔναυλος
-
15 ἡδύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύθροος
-
16 ἱερόθροος
A of mystic sound, Mim.Oxy.413.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερόθροος
-
17 ὑπέρ
ὑπέρ [ῠ], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.Aπερί A.
V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)A WITH GENIT.,I of Place, over;1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528
; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327
;εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1
; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107
;ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471
; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246
; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105
; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46
, cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175
;ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48
;τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2
;ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8
, cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25
; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.2 in a state of motion, over, across,κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382
;τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575
;πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279
;ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576
; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.3 over, beyond,ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257
.II metaph., in defence of, on behalf of,τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449
;ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444
: generally, for the prosperity or safety of,τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65
, cf. 45.5;ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13
;ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27
(ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524
, cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18
(Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705
; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708
;ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70
;ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d
; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405
;ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210
, cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154
; of things sought,ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225
; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3
(ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a
;προλέγειν X.An.7.7.3
;ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14
, cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9
(ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338
, cf. 24.466;λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261
;λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701
; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.περί A.
V).4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125
(lyr.);ὑ. παθέων Id.Hipp. 159
(lyr.);ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490
(lyr.); of punishment or reward, for, on account of,τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932
(anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198
(iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24
(ii B. C.);τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον
as a thank-offering for..,Sammelb.
3926.12 (i B. C.);ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57
;ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56
; of payment,ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2
; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80
(i A. D.);ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479
(iii A. D.);ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a
, cf. Ael.NA3.39.5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3
;ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64
, cf. 12.80;τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204
: also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9
, cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.III concerning,ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524
;κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32
;Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8
; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20
; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31
; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2
(iii B. C.);ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24
(iii B. C.);ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4
(ii B. C.);συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1
; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152
;ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b
; with vbs. expressing emotion,ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989
;εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17
;οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101
(approaching sense 11.1).B WITH ACCUS.,I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16
, cf. 851;ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73
, cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10
: without such reference,ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e
, cf. Jul.Or.1.6d;τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9
;τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6
;ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1
;λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5
, cf. 3.47.2, al.;τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7
(iii B. C.);οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13
(iii B. C.);τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102
;ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a
.II of Measure, above, exceeding, beyond,ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28
;ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378
(lyr.);ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366
(lyr.);ὑ. δύναμιν Th.6.16
;μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b
;ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d
, Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146
;ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b
; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.ὕδωρ 1.4
) Luc.Pr.Im.29.b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321
;ὑ. μοῖραν 20.336
; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;ὑ. θεόν 17.327
;ὑ. ὅρκια 3.299
, al.III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64
; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4
; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41
;ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c
.V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,ὑ. τὰν πόλιν SIG437
(Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13
.C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.E AS ADV., over-much, above measure,ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627
(lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος. -
18 θρέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `cry aloud, shriek, proclaim' (A., E., always of women), only pres. except θρεύετο (poet. inscr., Epid. IVa), artificially formed after θρεῦμαι A. Th. 78; on the imperfective actio Fournier Les verbes "dire" 90 and 228.Compounds: very oft en as 2. member, e. g. ἀλλό-θροος `with other(mans) voice, with foreigm language'Derivatives: θρόος, Att. θροῦς m. `noise, murmur, rumour' (Δ 437, Pi. N. 7, 81, Th., X.), (Od.). Iterative deverbative resp. denominative (cf. Schwyzer 719 and 726; θρόος partly postverbal?) θροέω, aor. θροῆσαι, rarely with prefix δια-, προσ- a. o., `cry, proclaim, speak' (trag.); pass. θροεῖσθαι, θροηθῆναι `be drowned, confused, frightened' (LXX, NT); from there συνθρόησις `confusion, shyness' (S. E. M. 9, 169).Origin: IE [Indo-European]X [probably] [255?] *dhreu-??Etymology: Beside the thematic root present θρέ(Ϝ)ομαι, IE -dhreu̯-o-, Armenian has an athematic root present erdnum, aor. erdu-ay `swear', IE * dhru-neu-mi; cf. OLat. deicō againt δείκ-νυ-μι. Frisk Etyma Armen. 8ff., where also relation with θάρνυται as `speak' ( δηλοῖ την διὰ λόγων ἔντευξιν H.) is considered. Here perhaps also θόρυβος and θρυλέω, θρῦλος; but this is hardly IE; Pok. 255 should be reconsidered, it contains much Greek that is non-IE [the Arm form is not mentioned here]. Cf. also θρῆνος.Page in Frisk: 1,681Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρέομαι
См. также в других словарях:
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
ιερόθρους — ἱερόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
ισόθρους — ἰσόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek
οιωνόθρους — οἰωνόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κραυγή τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + θρους (< θροῡς), πρβλ. ιερό θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
λιγύθρους — λιγύθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + θροος, θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ θρους] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek
πάνθρους — ουν, και οος, οον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό θρους] … Dictionary of Greek
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek