-
1 θρούς
-
2 θροῦς
-
3 θροῦς
θρόος, Att. θροῦςMeaning: `call, voice'Other forms: att. θροῦςSee also: s. θρέομαι.Page in Frisk: 1,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θροῦς
-
4 θρούς
ο шелест, шум, шуршание;θρούς του δάσους — шелест леса
-
5 θροῦς, θροῦ
ὁ N 2 0-0-0-0-2=2 1 Mc 9,39; Wis 1,10noise Wis 1,10; bustle, hubbub 1 Mc 9,39 -
6 θρόος
θρόος, ὁ (ϑρέω), att. zsgz. ϑροῠς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς ϑρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις ϑρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.
-
7 θροος
атт. стяж. θροῦς ὅ1) крик, голос2) звук, звучание(ὕμνων Pind.; αὐλῶν Plut.)
3) ропот(θ. διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.)
τὸν θροῦν αἰσθόμενοι Thuc. — услышав об этом ропоте4) слух(θροῦς τις διῆλθε Xen., Plut.)
-
8 θρόος
θρόος, Att. θροῦςMeaning: `call, voice'Other forms: att. θροῦςSee also: s. θρέομαι.Page in Frisk: 1,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρόος
-
9 κατα-στασιαστικός
κατα-στασιαστικός, ή, όν, aufrührerisch, ϑροῦς Heliod. 7, 19.
-
10 μελί-θροος
μελί-θροος, zsgzgn -ϑρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
-
11 δια-τρέχω
δια-τρέχω (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχϑυόεντα κέλευϑα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοϑέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; ϑροῠς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέϑρεξα Call. Lav. Pall. 23.
-
12 δημό-θροος
δημό-θροος, zsgzg. -ϑρους, ουν, eigtl. vom Volk geschrieen, d. i. volkskundig, allbekannt, φήμη, ἀραί, Aesch. Ag. 912. 1383; aber ἀναρχία 857 ist eine Herrenlosigkeit, wo das ganze Volk durch einander schrei't.
-
13 λαλιά
λαλιά, ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ ϑροῠς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.
-
14 διατρεχω
(fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)1) пробегать(ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.)
διατρέχοντες ἀστέρες Arph. — блуждающие звезды;ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. — поскорее произнести речь;ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. — прожить свою жизнь до конца2) распространяться, проноситься(θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.)
3) проделать4) проникать -
15 διερχομαι
(fut. διελεύσομαι, aor. 2 διῆλθον)1) идти сквозь, проходить(ἄστυ, но μεγάροιο Hom.; πύλας Eur.; χώραν Thuc., Plat.; τὰ ὄρη Xen.; διὰ νήσου Her.)
2) пронзать(χροός Hom.)
3) перен. проникать вглубь, волновать(κἀμὲ διῆλθέ τι Eur.)
διέρχεται! Soph. — больно!4) расходиться, распространяться(βάξις διῆλθ΄ Ἀχαιούς Soph.; διῆλθεν ὅ λόγος ὅτι … Thuc.; θροῦς διῆλθεν ἐν τῷ στρατοπέδῳ Plut.)
5) проходить (до конца)(ὁδόν Her.)
διελθόντες τρεῖς σταθμούς Xen. — совершив три перехода;διελθεῖν τέν παιδείαν Xen. — закончить свое образование6) (о времени, жизни и т.п. - преимущ. в aor.) провести, прожить(ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν Eur.; δικαίως τὸν βίον Plat. - ср. 8; ἄνευ πολέμου τὸν χρόνον Plut.)
7) ( о времени) проходить, протекатьχρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Her. — спустя немного времени;
ἅπας ὅ χρόνος διελήλυθεν Dem. — (на это) ушло все время;διῆλθε τῷ Μαρίῳ ὅ τῆς ὑπατείας χρόνος Plut. — время консульства Мария истекло8) ( в речи) пробегать, перечислять, перебирать, излагать, рассказывать(τι Pind., Thuc., Plat., Dem.; περί τινος Plat. и ὑπέρ τινος Polyb., Plut.)
ἐπεὴ τὸν τούτου διεληλύθαμεν βίον Plut. — после того, как мы описали его жизнь (ср. 6) -
16 ευελπις
-ι, gen. ιδος (acc. ιν)1) питающий большую или радостную надежду, твердо надеющийся, тж. самоуверенный(ἐπί τινι Thuc., περί τινος Plat., πρός τι Plat., Luc. и τινος Diod.)
εὔ. ὁμόσε χωρῆσαι τοῖς ἐναντίοις Thuc. — уверенно атаковать противников;ἐπὴ τοῖς δεινοῖς εὔ. Thuc. — не теряющий надежды (и) в тяжелых обстоятельствах;εὔ. εἶναι πρὸς τὸν θάνατον Plat., Luc. — не бояться смерти;εὔ. εἰμι Aesch., Plat., Plut. — я полон уверенности;εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι Thuc. — твердо уповая на спасение2) внушающий надежду или уверенность, надежный(βέβαιος καὴ εὔ. Thuc.)
ὅ θροῦς εὔ. Polyb. — обнадеживающий слух -
17 δημόθροος
A uttered by the people, φήμη, ἀρὰ δ., A.Ag. 938, 1409; δ. ἀναρχία lawlessness of popular clamour, ib. 883.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόθροος
-
18 διατρέχω
A- έδρᾰμον Od.3.177
, etc., also- έθρεξα Call.Lav. Pall.23
, AP5.225 (Paul. Sil.):— run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.;τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100
; ; pass through,διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26
(i A.D.).2 metaph., run through, ;τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31
; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr. 237a.II abs., run about, , cf. Men.Epit. 245; ;νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20
: metaph., run through, spread,ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16
;δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68
;θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13
.2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3.3 δ. εἰς.. come quite to.., Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to.., Plu.Pyrrh. 24;πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρέχω
-
19 θρόος
A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Il.4.437; poet. of musical sounds,πολύφατος θ. ὕμνων Pi.N.7.81
; θ. αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18. -
20 κακόθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόθροος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
ιερόθρους — ἱερόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
ισόθρους — ἰσόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek
οιωνόθρους — οἰωνόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κραυγή τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + θρους (< θροῡς), πρβλ. ιερό θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
λιγύθρους — λιγύθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + θροος, θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ θρους] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek
πάνθρους — ουν, και οος, οον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό θρους] … Dictionary of Greek
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek