Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψιλῶν

См. также в других словарях:

  • Ψιλῶν — Ψιλᾶς masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλῶν — ψῑλῶν , ψιλός bare fem gen pl ψῑλῶν , ψιλός bare masc/neut gen pl ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act masc voc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYNOCEPHALI — populi Indiae in montibus degentes, quos capita cavina habere fabulatur Plin. l. 7. c. 2. Vide Gell. l. 9. c. 4. De illis Solin. c. 52. Megasthenes per diversos Indiae montes esse seribit, nationes caninis capitibus, armatas unguibus, amictas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένταξη — η (AM ἔνταξις) τοποθέτηση μέσα σε σύνολο («η ένταξη τής χώρας στη συμμαχία», «η ένταξη τής σχολής στα ανώτατα ιδρύματα», «η ένταξη τών νέων στην κοινωνία») αρχ. η τοποθέτηση ψιλών στα διαστήματα τής φάλαγγας …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • ισοστοιχώ — ἰσοστοιχῶ, έω (Α) [ισόστοιχος] (για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑ πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται») …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μακροδρόμος — μακροδρόμος, ον (Α) αυτός που διανύει μακρύ δρόμο, μεγάλη απόσταση («μακροδρομώτεροι οἱ ἐκ τῶν ψιλῶν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • πάρμη — ἡ, Α είδος κυκλικής ασπίδας τών Ρωμαίων ιππέων και τών ψιλών οπλιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parma «είδος ασπίδας»] …   Dictionary of Greek

  • πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… …   Dictionary of Greek

  • πρόταξη — η / πρόταξις, άξεως, ΝΑ [προτάσσω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη τής δίκης») 2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή τής μάχης νεοελλ. γραμμ. 1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»