-
1 σκεδάννῡμι
σκεδάννῡμι, auch σκεδαννύω (vgl. σκίδναμαι u. κίδνημι); fut. σκεδάσω, att. σκεδῶ, σκεδᾷς, σκεδᾷ, Ar. Vesp. 229 u. sonst, auch Her. 8, 68; perf. pass. ἐσκέδασμαι, aor. p. ἐσκεδάσϑην; – zerstreuen; von Menschen, auseinanderjagen, auch milder, auseinander gehen lassen, λαὸν μὲν σκέδασον, Il. 19, 171, vgl. 23, 158. 162, wo noch κατὰ νῆας hinzugesetzt ist; – von leblosen Dingen, ἠέρα μὲν σκέδασεν, er zerstreu'te, verscheuchte den Nebel, 17, 649; ἀπ' ὀφϑαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν, 20, 341; auch τῶν νῠν αἷμα ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης, 7, 330, er sprengte das Blut rings umher, verspritzte es; dah. nach allen Seiten hin verbreiten, Hes. O. 95; πάχνην ϑ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25; πρὶν σκεδασϑῆναι ϑεοῠ ἀκτῖνας, ehe sie sich verbreiteten, Pers. 494 (vgl σκίδναμαι); vertreiben, verscheuchen, μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων ϑ' ὕπνον, Soph. Tr. 989; μερίμνας, Anacr. 30, 18; ἐσκεδάσϑησαν ἀνὰ τὰς πόλιας, Her. 5, 102; ἐσκεδασμένου τοῠ λόγου, 4, 14; τὸν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον, Thuc. 4, 56, wie ὁ ἄλλος ὅμιλος κατὰ πάντα ὁμοίως ἐσκεδάννυντο, zerstreu'ten sich, 112; ὥςτε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφϑείροντο, Plat. Prot. 322 b; ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνϑρώπων, Conv. 221 a; τινὰς τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καϑ' ἁρπαγήν, die sich, um Beute zu machen, in der Ebene zerstreu't hatten, Xen. An. 3, 5, 2, u. öfter, wie Folgde; σκεδασϑέντες ἐς πᾶσαν τὲν πόλιν, Hdn. 7, 9, 17.
-
2 ἀπο-νεύω
ἀπο-νεύω, abneigen, sich von etwas ab- u. anders wohin wenden, u. übertr., Neigung zu etwas haben, ἐκ τῶν ψιλῶν λόγων πρὸς τὴν γεωμετρίαν Plat. Theaet. 165 a; μᾶλλον πρὸς τὸ δικολογεῖν ἀπονενεύκασι Arist. rhet. 1, 1. Häufig bei Pol. auch örtlich, ἐπὶ τὴν ἀγοράν, εἰς τοὐπίσω, 3, 79. 32, 9; πρός τινα, übergehen, 3, 67. – Intrans., den Kopf hängen lassen, Theophr.
-
3 ἐν-δεής
ἐν-δεής, ές, ermangelnd, bedürftig; πολλῶν ἐνδεής, im Ggstz von αὐτάρκης, Plat. Rep. II, 369 b u. öfter; πόλεις πολλαὶ διώλοντ' ἐνδεεῖς στρατηλάτου Eur. Suppl. 192; ψιλῶν ἀκοντιστῶν Thuc. 3, 97; ὧν αὐτοὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, ὑμεῖς δὲ πλουτεῖτε Isocr. 2, 1; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, Nichts übrig lassend, Soph. Phil. 375; μηδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Eur. Phoen. 385; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen, Luc. D. mar. 1, 2. – Dah. = nachstehend, schwächer, bes. im comp., αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι Soph. Phil. 520, daß ich dem Fremden als Einer, der dir nachsteht, erscheine; ἐνδεέστερα φαίνεται τὰ ἡμέτερα πρήγματα Her. 7, 48; Folgde; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung, Thuc. 2, 87; ταῖς οὐσίαις Isocr. 4, 105; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere, Soph. O. C. 1432; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, Keinem an Geburt nachstehend, Xen. Hell. 7, 1, 23; ἐνδεέστεροί τι ἡμῶν ὅτι οὐ πεπαίδευνται Cyr. 2, 2, 1; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. 1, 70, weniger als man kann; vgl. Plut. Sol. 16. – Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός, πρὸς τὸν πόλεμον Plat. Prot. 322 e, vgl. Legg. VII, 802 b; unvollkommen, συνϑῆκαι Thuc. 8, 36; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes, 3, 83; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben, Xen. Cyr. 8, 1, 40. – Man bemerke noch σμικροῠ τινος ἐνδ. εἰμι πάντ' ἔχειν Plat. Prot. 329 b. – Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln, Plut. Nic. 27 u. A.; Ggstz ἱκανῶς, Plat. Phaed. 88 e; ἐνδεεστέρως ἔχειν 74 e, wie Thuc. 4, 39; Xen. Lac. 2, 5.
См. также в других словарях:
Ψιλῶν — Ψιλᾶς masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλῶν — ψῑλῶν , ψιλός bare fem gen pl ψῑλῶν , ψιλός bare masc/neut gen pl ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act masc voc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYNOCEPHALI — populi Indiae in montibus degentes, quos capita cavina habere fabulatur Plin. l. 7. c. 2. Vide Gell. l. 9. c. 4. De illis Solin. c. 52. Megasthenes per diversos Indiae montes esse seribit, nationes caninis capitibus, armatas unguibus, amictas… … Hofmann J. Lexicon universale
ένταξη — η (AM ἔνταξις) τοποθέτηση μέσα σε σύνολο («η ένταξη τής χώρας στη συμμαχία», «η ένταξη τής σχολής στα ανώτατα ιδρύματα», «η ένταξη τών νέων στην κοινωνία») αρχ. η τοποθέτηση ψιλών στα διαστήματα τής φάλαγγας … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
ισοστοιχώ — ἰσοστοιχῶ, έω (Α) [ισόστοιχος] (για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑ πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται») … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μακροδρόμος — μακροδρόμος, ον (Α) αυτός που διανύει μακρύ δρόμο, μεγάλη απόσταση («μακροδρομώτεροι οἱ ἐκ τῶν ψιλῶν», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πάρμη — ἡ, Α είδος κυκλικής ασπίδας τών Ρωμαίων ιππέων και τών ψιλών οπλιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parma «είδος ασπίδας»] … Dictionary of Greek
πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… … Dictionary of Greek
πρόταξη — η / πρόταξις, άξεως, ΝΑ [προτάσσω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προτάσσω, η τοποθέτηση μπροστά («ζήτησαν πρόταξη τής δίκης») 2. η παράταξη τών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή τής μάχης νεοελλ. γραμμ. 1. το να βρίσκεται ένα φωνήεν μπροστά από… … Dictionary of Greek