-
1 χρυσοπαστος
-
2 χρυσόπαστος
χρῡσόπαστος, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem nom sg -
3 χρυσόπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπαστος
-
4 χρῡσόπαστος
χρῡσό-παστος, mit Golde geschmückt, gestickt -
5 χρυσόπαστ'
χρῡσόπαστα, χρυσόπαστοςshot with gold: neut nom /voc /acc plχρῡσόπαστε, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem voc sg -
6 χρυσόπαστον
χρῡσόπαστον, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem acc sgχρῡσόπαστον, χρυσόπαστοςshot with gold: neut nom /voc /acc sg -
7 νεβρις
(ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. χρυσόπαστος Plut.)
-
8 χρυσοπάστοις
χρῡσοπάστοις, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem /neut dat pl -
9 χρυσοπάστου
χρῡσοπάστου, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem /neut gen sg -
10 χρυσοπάστους
χρῡσοπάστους, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem acc pl -
11 χρυσοπάστω
-
12 χρυσοπάστῳ
-
13 χρυσοπάστων
χρῡσοπάστων, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem /neut gen pl -
14 χρυσόπαστα
χρῡσόπαστα, χρυσόπαστοςshot with gold: neut nom /voc /acc pl -
15 χρυσόπαστοι
χρῡσόπαστοι, χρυσόπαστοςshot with gold: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
χρυσόπαστος — χρῡσόπαστος , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόπαστος — ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό παστος] … Dictionary of Greek
χρυσόπαστ' — χρῡσόπαστα , χρυσόπαστος shot with gold neut nom/voc/acc pl χρῡσόπαστε , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόπαστον — χρῡσόπαστον , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem acc sg χρῡσόπαστον , χρυσόπαστος shot with gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
златоплетенный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (χρυσόπαστος) испещренный или изукрашенный золотом,… … Словарь церковнославянского языка
ՈՍԿԵԲԵՒԵՌ — ( ) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Unknown date ա. χρυσόπαστος auro conspersus, auratus. Ոսկւովք բեւեռեալ. ոսկեզարդ. ոսկեզօծ. *Սանձք եւ գօտիք ամենայն արծաթեղէն ոսկեբեւեռք. Բրս. ընչեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՍԿԵԹԵԼ — (ի.) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա.մ. σηρικόν sericum. (որպէս լծ. ընդ սըրմա ). χρυσόπαστος auro conspersus. Որոյ թելքն են ոսկի կամ խառն ընդ ոսկւոյ. ոսկեհուռն կամ ոսկեկար մետաքսեայ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χρυσοπάστοις — χρῡσοπάστοις , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπάστου — χρῡσοπάστου , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπάστους — χρῡσοπάστους , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπάστων — χρῡσοπάστων , χρυσόπαστος shot with gold masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)