-
1 χρώμασι
χρώ̱μασι, χρῶμαskin: neut dat pl -
2 χρῶμα
II colour, esp. of the skin or body, complexion, Hdt.2.32, 3.101, Hp. Aph.4.40, etc.;χρῶμα ἀλλάξαι E.Ph. 1246
, cf. Men.Epit. 466;μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar.Eq. 399
(lyr.);τὸ χ. διακεκναις μένος Id.Nu. 120
; παντοδαπὰ ἠφίει χρώματα changed colour continually, Pl.Ly. 222b; χ. διαμένον an unchanging colour (of the face), Nicol.Com.1.28; so of animals, x.Cyn.4.7.2 generally, colour, Gorg. ap. S.E.M. 7.85; defined by Zeno Stoic.1.26; χρώματα βάπτειν use pigments for dyeing, Pl.R. 429e; ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, i.e. look to the outside only, ib. 601a;διὰ τῶν χ. ἀπεικάζειν X.Mem.3.10.1
;χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a18
; περὶ χρωμάτων, title of treatise by Arist.;ἐναλείφειν τοῖς χ. Id.GA 743b24
;χρωμάτων κρᾶσις Luc.Zeux.5
; χρώματος ἔντριψις, of cosmetics, X. Cyr.1.3.2; ; of medicines, .IV complexion, character of style in writing, χρώματα [λέξεως] (of τὸ στριφνόν, τὸ τυκνόν, etc.) D.H.Amm.2.2;ποιητικῆς χρώματα Phld.Mus.p.84K.
, cf. Hermog.Id.1.12.2 metaph. in pl., ornaments, embellishments,ἀλλοτρίοις χ. καὶ κόσμοις Pl.Phdr. 239d
, cf. Grg. 465b; also of style or language, D.H.Comp. 20; of Music,γυμνωθέντα.. τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν τοιητῶν Pl.R. 601b
.3 in Music, a modification of the simplest music:τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Antiph.209.4
;χρώματα εὔχροα ἐκιθάρισε Philoch.66
:but esp.b chromatic scale or music, in PHib.1.13.22, cf. Cleonid.Harm.3, Bacch.Harm.23, etc.: χ.μαλακόν, ἡμιόλιον, τονιαῖον, Cleonid.Harm.7.4 Rhet., complexion, colourable pretence, Hermog.Stat.1,3(pl.), Arg.D.19<*>12.V of the factions in the Circus at Constantinople, Agath.5.14,21.VI Astrol., = χρόα1.3, complexion of heavenly bodies, Phld.D.3.9, Vett. Val.107.26. -
3 ποικιλό-στολος
ποικιλό-στολος, bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, ναῦς, Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. μιλτοπάρῃος, andere an ἐΰσσελμος, πολύζυγος u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.
-
4 ποικίλος
ποικίλος, bunt, buntfarbig, gesprenkelt; παρδαλέη, Il. 10, 30; κιϑῶνες, Her. 7, 61; λίϑος, 2, 127; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, Eur. Bacch. 249; bei Xen. An. 5, 4, 32, dem ἀνϑέμιον ἐστιγμένος entsprechend, tättowirt; bes. bunt, mannichfach verziert, mit kunstreicher Arbeit, sowohl von Erzarbeit als von Stickerei, πέπλος, Il. 5, 735. 8, 386; ϑώρηξ, 16, 134, τεύχεα, 3, 327 u. öfter, σάκος 10, 149, κλισμός, Od. 1, 132, ϑρόνοι, Il. 22, 441; Pind. auch von kunstvollem Gesange, ὕμνοι, Ol. 6, 87 N. 5, 42; so ποικίλον κιϑαρίζων, N. 4, 14; ποικίλα ὲσϑήματα, Aesch. Pers. 836; τὰ ποικίλα, bunte Teppiche, Ag. 900. 910; vgl. ποικίλα ἐνδύς, bunte Kleider, Luc. Tim. 27; ζυγά, ἁρμόσματα, Eur. Bacch. 1054 Hel. 418; auch λαλήματα, Andr. 938; ἱμάτιον, Plat. Rep. VIII, 557 c; ποικίλη, χρώμασι διειλημμένη, Phaed. 110 b; ἡ ποικίλη, mit u. ohne στοά, die von Polygnotus mit Wandgemälden geschmückte Halle, z. B. Dem. 45, 17. – Mannichfaltig, verschiedenartig; ποικίλον τί ἐστι τὸ ἀγαϑὸν καὶ παντοδαπόν, Plat. Prot. 334 b, vgl. Rep. VIII, 559 d; καὶ παναρμόνιοι λόγοι, Phaedr. 277 c; Ggstz ἁπλοῦν, Theaet. 146 d; dah. auch = schwer einzusehen, verwickelt, schwierig, von Orakeln, Her. 7, 111; νόμος, im Ggstz von νοῆσαι ῥᾴδιος, Plat. Conv. 182 b; vgl. noch οὐ γάρ τι φαύλης μέτοχόν ἐστι τέχνης τὸ νῦν ζητούμενον, ἀλλ' εὖ μάλα ποικίλης, Soph. 223 c; auch εἰπεῖν παρὰ τὴν ἐκείνου σοφίαν ἕτερόν τι ποικιλώτερον, Phaedr. 236 b; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 10. – Uebertr. auf den Geist, verschiedene Gestalten annehmend, gewandt, listig; Prometheus, Hes. Th. 511, wie Aesch. Prom. 308; βουλεύματα, Pind. N. 5, 28; auch ψεύδεα, Ol. 1, 29; vgl. Soph. O. C. 766 Trach. 411; εἰδέναι τι ποικίλον, Eur. Med. 300; vgl. ποικίλος ἀνήρ Ar. Equ. 755; auch λόγοι, εὖ διεζητημένοι, Th. 439; u. so verbindet Plat. ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην, Rep. II, 365 c; Dem. οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν, 9, 37; Sp., ἀνήρ, Pol. 8, 18, 4, gew. im schlimmen Sinne. Auch = veränderlich, καὶ εὐμετάβολος, Arist. eth. 1, 10; sprichw. ποικιλώτερος Πρωτέως, Luc. sacrif. 5. – Daher καιροὶ ἐπισφαλεῖς καὶ ποικίλοι, Pol. 18, 36, 6, zweifelhaft, schwierig; ἐλπίδες, 14, 1, 5 u. öfter. – Adv., ποικίλως καὶ ἀγεννῶς χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, Pol. 4, 30, 7; π οικίλως ἔχειν, verschieden sein, Xen. Mem. 2, 6, 21.
-
5 χῆτις
χῆτις, ἡ, Tim. lex. Plat., od. χῆτος, εος, τό, Mangel, Bedürfniß (es scheint übh. nur der dat. vorzukommen, außer bei den Gramm.); χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός, aus Mangel od. Entbehrung eines solchen Mannes, Il. 6, 463, wie χήτεϊ τοιοῠδ' υἷος 19, 324; χήτει ἐνευναίων Od. 16, 35; χήτεϊ λαῶν H. h. Apoll. 78; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 887; χήτεϊ συμμάχων Her. 9, 11; ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις χήτεϊ οἰκείων κοσμούμενον Plat. Phaedr. 239 d; öfter bei Sp., s. Ruhnk. zu Tim. p. 275.
-
6 κατ-ανθίζω
κατ-ανθίζω, mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνϑισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.
-
7 γανόω
γανόω, glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.
-
8 κοσμέω
κοσμέω, 1) ordnen; bes. ein Heer zur Schlacht in Reih' und Glied stellen, Il., κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2, 534, vgl. 14, 379; ἐπεὶ κόσμηϑεν, = ἐκοσμήϑησαν, 3, 1; πένταχα κοσμηϑέντες, in fünf Schaaren geordnet, 12, 87 (vgl. διακοσμέω); auch im med., κοσμησάμενος πολιήτας, nachdem er sich die Bürger, seine Bürger geordnet hat, 2, 806; Θρῇκα κοσμήσων στρατόν Eur. Rhes. 662; u. in Prosa, ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Her. 9, 31, στρατιὰ ϑεῶν κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. Phaedr. 247 a; auch τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα, Gorg. 504 a; auch ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος, gesetzt u. bescheiden, Legg. IV, 716 a. – Daher auch = befehl en, Soph. Ai. 1082, τὰ κοσμούμενα, die Anordnungen, Befehle, Ant. 673; so noch D. Hal. 2, 7, ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα. – Bes. bei den Kretern = die höchste obrigkeitliche Würde haben, Pol. 23, 15, 1; vgl. Arist. pol. 2, 10. – Uebh. anordnen, einrichten; δεῖπνον Pind. N. 1, 22; τράπεζαν Xen. Cyr. 8, 2, 6; τράπεζαν ἀφϑόνως αὑτῷ κεκοσμημένον Bato bei Ath. XIV, 639 f; vgl. noch Soph. ἡ μὲν εἰς τάφον λέβητα κοσμεῖ, El. 1393; ἀοιδήν H. h. 6, 59; ἔργα κοσμεῖν, die Geschäfte ordentlich ausrichten, verrichten, Hes. O. 308. – Κοσμεῖσϑαι εἴς τι, zu Etwas gerechnet, zugeordnet werden, τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς Πέρσας κεκοσμέαται, Her. 6, 41, vgl. 3, 91. – 2) schmücken, zieren, χρυσῷ κοσμηϑεῖσα Ἀφροδίτη H. h. Ven. 65; Hes. O. 72 Th. 573; δόμον τριπόδεσσιν Pind. I. 1, 19; λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός Aesch. Spt. 461; τοῖς ἐμοῖς ὅπλοισι κοσμηϑεὶς φανεῖ Soph. Phil. 1053, wie Eur. Phoen. 1368 u. öfter; in Prosa häufig, z. B. ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις κοσμούμενος Plat. Phaedr. 249 d; auch μεϑ' ὅπλων τε καὶ ἵππων κοσμεῖσϑαι, Legg. VII, 796 c; Sp. – Ehren, bes. die Todten, τάφον Soph. Ant. 592, λουτροῖς ἐκόσμησ' ἄϑλιον βάρος El. 1128, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν Eur. Troad. 1147; mit Worten, εὖ ὅδε ἑαυτὸν κοσμεῖ τῷ λόγῳ Plat. Lach. 197 e, u. so auch A.; αἱ τῶνδε ἀρεταὶ τὴν πόλιν ἐκόσμησαν Thuc. 2, 42; καὶ τιμᾶν Xen. Cyr. 1, 3, 3; auch ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμεῖν, ausschmücken u. vergrößern, Thuc. 1, 21; bereichern, πλούτῳ ὑπερβάλλοντι ἐκόσμησε Hdn. 3, 10, 12.
-
9 δια-λαμβάνω
δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) auseinander nehmen, trennen, theilen; τὸν ποταμὸν εἰς διώρυχας Her. 1, 202; ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ 3, 117; τὸν ἀριϑμὸν πάντα δίχα δ. Plat. Polit. 147 e; Phil. 23 c u. öfter; ἐνιαυτοῖς καὶ μησὶ διειλημμένα Legg. X, 886 a; αἱ πολιτεῖαι τοὺς Ἕλληνας διειλήφασι Isocr. 4, 16; öfter bei Xen., wie Cyr. 4, 1, 14; εἰς εἴδη, Arist rhet. 1, 4; dah. = eine Pause machen; ἐνταῦϑα δεῖ ἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν λέγοντα Plat. Prot. 346 e; unterbrechen; χώρα χαράδραις διειλημμένη D. Sic.; ϑώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος μερῶν, Panzer, deren Schwere sich auf die einzelnen Theile des Körpers vertheilt hat, Xen. Mem. 3, 10, 13. Auch wie distinguere, χρώμασι, verzieren, Plat. Phaed. 110 b; vgl. λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc. patr. enc. 10. – 2) etwas Vertheiltes, seinen Antheil empfangen; κατ' ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem. 34, 37, v. l. ἐλάμβανον; vgl. Lys. 12, 7. – 3) zwischen beiden Händen, od. bes. in der Fechtersprache, rund um den Leib fassen, διαλαμβάνων τοὺς νεανίσκους ἐτραχήλιζεν Plut. Ant. 33; übh. ergreifen, festhalten, Her. 1, 114. 4, 94; Ar. Equ. 262; Eccl. 1090, wo διαλέλημμαι steht; Plat. Rep. X, 615 e; vgl. Phaed. 81 c; bes. umzingeln, einschließen, τάφρῳ καὶ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Pol. 5. 99, 9; φυλακαῖς τὰς ὁδούς 4, 67; 1, 75; τόπον πύργοις, Dion. Hal., wohin auch τοὺς ὅρους στήλαις, die Gränzen durch Säulen abstecken, gezogen werden kann, Dem. 18, 154. Uebertr. – 4) mit dem Geiste auffassen, τοῖς διανοήμασι, Plat. Legg. VI, 777 a; erwägen, Eur. El. 373; τί δεῖ ποιεῖν, Pol. 4, 25, 1; περί τινος, 18, 28; ὑπέρ τινος, 2. 42, 7; bestimmen, τὸν καιρόν, 15, 5, 2; ἀποστέλλειν, 30, 9 u. a. Sp., die es auch für auseinandersetzen, erklären gebrauchen, z. B. περί τινος, Greg. Cor. p. 7.
-
10 αντιτυποω
-
11 απεικαζω
1) воспроизводить, изображать(τινά и τι Isocr., Plat.; διὰ χρωμάτων Xen. и χρώμασι Arst.)
2) уподоблять(ἑαυτόν τινι Plat.)
ἀπεικασθεὴς θεῷ Eur. — принявший подобие бога3) выражать, представлять, обозначать(τι διά τινος Plat.)
4) сопоставлять, сравнивать(τινί τι Eur., Plat.)
-
12 απομιμημα
-
13 βαπτος
31) служащий для окрашивания, красильный(χρῶμα Plat., Plut.)
2) окрашенный3) ярко окрашенный, яркого цвета(ὄρνις, ἱμάτια Arph.)
4) откуда черпают водуβαπτὰ κάλπισι παγά Eur. — источник, из которого кувшинами берут воду
-
14 γανοω
1) делать блестящим, полировать, обрабатыватьλόγος γεγανωμένος Plut. — тщательно отделанная речь2) разукрашивать, наряжать(ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.)
γεγανωμένος καὴ ἀνθηρός Plut. — нарядный и изящный3) веселить, радовать Anacr.ταῦθ΄ ὡς ἐγανώθην! Arph. — как я был обрадован этим!;
γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. — наслаждаясь пением -
15 διαλαμβανω
(fut. διαλήψομαι, aor. 2 διέλαβον, pf. διείληφα)1) схватывать поперек, охватывать(τινά Her.)
διαλαβὼν τὸ δόρυ Plut. — с копьем наперевес2) перехватывать, перерезывать, преграждать(τάφρῳ καὴ χάρακι τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.; χώρα χαράδραις διειλημμένη Diod.)
3) захватывать, занимать(τὰ στενόπορα Thuc.; φυλακαῖς τὰς ὁδούς Polyb.; τῷ στόλῳ τέν θάλασσαν Plut.)
4) окружать, оцеплять, укреплять(τείχη πύργοις и φυλακτηρίοις Arst.)
5) прерывать, перемежатьἐν τῷ ἑκὼν διαλαβεῖν Plat. — сделать остановку на слове «ἕκων», т.е. произнести его с ударением6) размечать, размежевывать(στήλαις τοὺς ὅρους Dem.)
7) разделять(τὸν ἀριθμὸν δίχα Plat.; πάντας εἰς δύο Arst.; κατὰ μέρος τὸ ἔργον Plut.)
ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ Her. — река, разделенная на пять рукавов8) распределятьθώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος Xen. — панцыри, с (равномерно по всему телу) распределенным весом9) получать по распределению(κατ΄ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους Dem.)
ἵνα διαλαμβάνοιεν ἕκαστοι τὰ ἄξια Xen. — чтобы каждый получил должное10) разукрашивать(γῆ χρώμασι διειλημμένη Plat.; λειμῶνες φυτοῖς διειλημμένοι Luc.)
11) различать, обособлять12) схватывать, понимать, постигать(τοῖς διανοήμασί τι Plat.)
πῶς οὖν τις αὐτὰ διαλαβὼν ὀρθῶς κρινεῖ ; Eur. — как же, заметив это, можно правильно судить?13) обдумывать, решать, определять(τι, περί и ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и τί δεῖ ποιεῖν Polyb.)
-
16 εναλειφω
1) намазывать, натирать, умащивать (med. τέν κόμην φαρμάκῳ τινί Plut.)2) подкрашивать3) раскрашивать, расписывать(τοῖς χρώμασί τι Arst.)
-
17 ενδιατριβω
1) (тж. ἐ. χρόνον Thuc., Arph.)(в чем-л., с кем-л. и т.п.) проводить время, задерживаться (περαιτέρω τοῦ δέοντος Plat.; ἐπὴ τοῦ ἀέρος Arst.; αὐτόθι Dem.; τῇ χῶρα Polyb.; ἐν τῷδε τῷ τόπῳ и κατὰ τέν Ἰταλίαν Diod.; τῇ περὴ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plut.; τοιούτοις ἀνθρώποις Luc.)
πλέοντες περὴ τέν Πελοπόννησον ἐνδιέτριψαν Thuc. — они потратили много времени для того, чтобы проплыть вокруг Пелопоннеса;περὴ τούτων πλείω τῆς ἀξίας ἐνδιατέτριφεν ὅ λόγος Arst. — (наше) обсуждение задержалось на этом дольше, чем следовало;ἃ σιωπητέον καὴ οἷς ἐνδιατριπτέον Luc. — (определить), что обойти молчанием, а на чем подробно остановиться;ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τέν ὄψιν ἐ. Xen. — заглядываться на прекрасное;ὄμμα φλεγμαῖνον ἥδιστα τοῖς σκιεροῖς ἐνδιατρίβει χρώμασι Plut. — для воспаленного глаза наиболее приятны темные цвета2) терять время(ἐνδιέτριβε καὴ οὐδὲν ἐποίει Dem.; ἔπειτ΄ ἐνδιατρίβῃ καὴ μέ ἀπολογῆται Aeschin.)
-
18 κατανθιζω
-
19 χρωμα
- ατος τό1) поверхность тела, кожа, преимущ. цвет кожиχ. οὐκ ἀλλάσσειν Eur. — не меняться в лице, т.е. оставаться невозмутимым;οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος Arph. — он и не краснеет (от стыда);παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι ὑπό τινος Plat. — поминутно меняться в лице вследствие чего-л.2) краска(χρώματα καὴ ὀσμαί Plat.; χρωμάτων κρᾶσις Arst., Luc.)
διὰ χρωμάτων ἀπεικάζειν τι Xen. — изображать что-л. в красках;3) окраска, цвет(τοῦ πυρὸς χ. Arst.)
τὰς τῶν χρωμάτων λαμβάνειν μεταβολάς Arst. — менять окраску;ἄλλα χρώματα βάπτειν Plat. — окрашивать в другие цвета4) перен. колорит, оттенок, модуляция(τὰ τῆς μουσικῆς χρώματα Plat.)
χ. ἤθους Plut. — душевное своеобразие5) муз. хроматический строй, хроматизм Plut., Sext. -
20 διαλλάσσω
+/διαλλάττω[*]V 0-2-0-4-4=10 JgsA 19,3; 1 Sm 29,4; Jb 5,12; 12,20.24; 36,28bA: to change, to alter [τι] Jb 12,20; to reconcile [τινά τινι] JgsA 19,3P: to leap out from [ἀπό τινος] Jb 36,28b; to be reconciled [τινι] 1 Sm 29,4διαλλάξας τὸν βίον dying, departing from this life 2 Mc 6,27; χρώμασι διηλλαγμένοις with diverse colours Wis 15,4*Jb 5,12 διαλλάσσοντα changing corr.? διαλύοντα undoing, breaking up for MT מפר⋄פור destroyingCf. HELBING 1928, 246; HORSLEY 1981, 17; →NIDNTT; SCHLEUSNER(Jb 5,12)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρώμασι — χρώ̱μασι , χρῶμα skin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναλείφω — ἐναλείφω (Α) 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.) 2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.) 3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν η… … Dictionary of Greek
επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… … Dictionary of Greek
επιφλογώδης — ἐπιφλογώδης, ες (Α) αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)] … Dictionary of Greek
κατανθίζω — (Α) στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.) … Dictionary of Greek
κηρογραφώ — κηρογραφῶ, έω (Α) ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. εικονο γραφώ, καλλί γραφώ] … Dictionary of Greek
σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… … Dictionary of Greek