-
1 χλαίνη
χλαῖναupper-garment: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————χλαῖναupper-garment: fem dat sg (attic epic ionic)χλαῖναupper-garment: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 χλαίνῃ
Βλ. λ. χλαίνη -
3 χλαίνη
capote -
4 χλαίνηι
χλαίνῃ, χλαῖναupper-garment: fem dat sg (attic epic ionic)χλαίνῃ, χλαῖναupper-garment: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 χλαίνα
χλαίνη η воен, шинель -
6 шинель
-
7 шинель
-и θ.η χλαίνη•солдатская шинель η χλαίνη του στρατιώτη.
-
8 χλαῖνα
χλαῖνα, ion. χλαίνη, ein Oberkleid, ein Mantel, der über das Unterkleid, χιτών, geworfen wird, zum Schutze gegen Kälte u. Sturm, von Männern getragen; bei Hom., der sie deshalb ἀνεμοσκεπής u. ἀλεξάνεμος nennt, Il. 16, 224 Od. 14, 529; sie war von Wolle u. heißt deshalb οὔλη; oft purpurfarbig, φοινικόεσσα; ein doppelter Mantel, διπλῆ, Il. 10, 133; der einfache heißt ἁπλοΐς, 24, 230 Od. 24, 276; wurde über die Schultern geworfen, Od. 21, 118, u. mit einer Spange befestigt, Il. 10, 133. Man brauchte die χλαῖνα auch, um sich für den Schlaf damit zuzudecken, Od. 3, 359. 11, 189. 14, 500. 20, 4. 95; Theocr. 19, 19; als Kampfpreis ausgesetzt Il. 24, 230; Her. 2, 91; übh. Gewand, Aesch. Ag. 846; Soph. Trach. 537; σὺν τᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ Eur. Cycl. 80; öfters bei Ar. u. bei sp. D., einzeln auch in Prosa. – Vgl. χλανίς und χλαμύς. – Die Ableitung der alten Gramm. von χλιαίνω, wärmen, ist schwerlich richtig; Andere führen es auf χλάνος zurück; wahrscheinlich von ΛΑ'ΝΑ, lana, mit λάχνος, λάσιος verwandt.
-
9 καλύπτω
καλύπτω, umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Il. 5, 23; 13, 425 τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, tödten; παρδαλέῃ μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν 10, 29; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfaßte den Stein, 16, 735; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος ϑανάτοιο κάλυψεν ὀφϑαλμούς, verhüllte ihm die Augen, 16, 502; κρατερὸν δέ ἑ πένϑος ὀφϑαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen, 11, 249; ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17, 591 Od. 24, 315; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Il. 4, 461, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφϑαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13, 580, vom Tode. Auch τινί τι, über Einen Etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καϑύπερϑε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken, Il. 21, 321, πρόσϑε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν 5, 315; πρόσϑεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψεν 22, 313; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17, 132, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. – Pass., κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ Od. 1, 443; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Il. 24, 163; ἀσπίδι κεκαλ. εὐρέας ὤμους 16, 360. – Med., sich bedecken, κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερϑε καλύψατο Il. 14, 184; absol., Od. 10, 53. – So auch bei den Folgdn; χϑονὶ γυῖα Pind. N. 8, 28; ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον Ol. 5, 16; χϑονὶ κάλυψον Aesch. Prom. 583; Ταρτάρου κευϑμὼν καλύπτει Κρόνον 220; δνόφοι καλύπτουσι δόμους Ch. 51; φάρει καλύψω Soph. Ai. 899; τάφῳ καλύψαι, begraben, Ant. 28; übertr., verhehlen, verheimlichen, μή τι κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ ϑυμουμένῃ 1239; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich, O. R. 1411; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀϑήνας O. C. 283, erniedrigen, ins Unglück stürzen; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς ϑανόντας Eur. Hel. 1072; νεκρὸν γῇ Phoen. 1672; σιγῇ, verschweigen, Hipp. 712. – Selten in Prosa, Xen. Equ. 12, 5 u. einzeln bei Sp., wie Plut. Nic. 1. Gebräuchlicher sind die compp.
-
10 ἐν-τυπάς
ἐν-τυπάς, adv., Homer einmal, Iliad. 24, 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος, nach Aristarch = so eingehüllt, daß man durch das Gewand die Form des Leibes sah, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐν ἴσῳ τῷ ἐντυπαδίῳ, ὥστε διὰ τοῠ ἱματίου τὸν τοῠ σώματος τύπον φαίνεσϑαι; Apoll. Rhod. 1, 264. 2, 861 Quint. Sm. 5, 530. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 69, 24 Ioann. Alexandrin. p. 38, 12 Hesych. u. d. a. Lexicogr.
-
11 διπλοος
стяж. διπλοῦς 3(ион. f διπλέη)1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами(διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.)
ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где один край брони заходил за другой2) двойной ширины, дважды обертываемый(χλαίνη Hom.)
3) двукратный или вторичный(ὁδός Aesch.; θάνατος Her.)
παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — нанести второй удар4) двухэтажный(οἰκίδιον Lys.)
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный(ὄνομα, λῆξις Arst.)
6) двоякого рода, двоякий(κίνησις Arst.)
7) двое, два, оба(διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὴ Μενέλαος Soph.)
8) согнутый, согбенный(ἄκανθα Eur.)
9) взаимный10) вдвое больший(τινος Plat.)
διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. — возместить ущерб в двойном размере11) двоедушный, двуличный(ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.)
-
12 εντυπας
-
13 χλαινα
ион. χλαίνη ἥ1) хлена, теплый верхний плащ Hom.ᾧ μήτε χ. μήτε σισύρα συμφέρει погов. Arph. — которому не подходит ни плащ, ни тулуп, т.е. на которого ничем не угодишь
2) покрывало, одеяло Hom., Soph., Eur., Theocr., Anth. -
14 шинель
шинельж ἡ χλαίνη, ὁ μανδύας. -
15 шинель
[*][συνιέλ*][\*] ουσ. θ. χλαίνη, μανδύας -
16 шинель
[*][συνιέλ*][\*] ουσ θ χλαίνη, μανδύας -
17 завернуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.
2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•
завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).
3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•завернуть налево στρίβω αριστερά.
4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.
5. βιδώνω•завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.
|| κλείνω, σταματώ, σβήνω•завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•
завернуть газ σβήνω το φωταέριο.
6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•-ли морозы έπεσε παγετός.
1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•
завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.
2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).
-
18 скатка
-
19 служить
слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащийρ.δ.1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•служить родине υπηρετώ την πατρίδα•
служить народу υπηρετώ το λαό.
|| αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•
служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).
5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•
служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.
7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). -
20 βάλλω
Aβαλέω Il. 8.403
, , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.προ-βάλεσκε Od. 5.331
; later [tense] aor. 1 (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.βαλέειν Il.2.414
,al., Hdt.2.111,al., butβαλεῖν Il.13.387
, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.βλείς Id.176
, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.βεβλήκειν Il.5.661
:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.βαλλέσκετο Hdt.9.74
: [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68
.γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.βληθήσομαι X.HG7.5.11
, ([etym.] δια-) E.Hec. 863; alsoβεβλήσομαι Id.Or. 271
, Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13
([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.ἐβλήθην Hdt.1.34
, Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,ἔβλητο Il.11.675
,ξύμβλητο 14.39
; subj.βλήεται Od.17.472
; opt. βλῇο orβλεῖο Il.13.288
; inf.βλῆσθαι 4.115
; part.βλήμενος 15.495
: [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.βεβλήαται 11.657
(but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.δια-βεβλῇσθε And.2.24
: [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.περι-εβεβλέατο Hdt.6.25
.—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.A [voice] Act., throw:I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495
;τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350
, cf. 4.473, al.; so even inἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73
; and ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514
: c. dupl. acc. pers. et partis,μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583
: c. acc. partis only, 5.19, 657; soτὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144
: c. acc. cogn.,ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795
; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.2 less freq. of things, ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph., , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885
(so [voice] Pass.,σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122
(Phld.)); strike the senses, of sound,ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535
, cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412
;τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538
.3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57
(hence metaph., praise, Id.O.2.98);φθόνος βάλλει A.Ag. 947
;φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37
.II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,βαλὼν βέλος Od.9.495
; . 346, cf. Od.20.62;ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629
: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155
;βέλεσι Od.16.277
: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29
;ἐπίσκοπα Luc.Am.16
; alone,οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33
: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.2 generally of anything thrown,εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314
;τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429
; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71
; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;β. κόπρον POxy.934.9
(iii A. D.): henceβ. ἀρούρας
manure,PFay.
118.21 (ii A. D.): metaph.,ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364
;β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535
(lyr.);β. λύπην τινί S.Ph.67
.b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;γῆς ἔξω β. S.OT 622
;β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333
; :—[voice] Pass.,ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164
(Mel.); on a sick-bed,Ev.Matt.
8.14: then metaph.,ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221
;ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376
; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα); κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053
.3 let fall,ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306
, cf. 23.697;β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198
, cf. 114;κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206
;κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396
;αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183
; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;βοῦς βεβληκώς SIG958.7
([place name] Ceos).4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ;πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or. 958
: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at.., Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at.., Id.3.8.10.5 of animals, push forward or in front,τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572
; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44
: metaph.,β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12
.6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574
, cf. 17.40, 21.104;μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470
;ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721
(lyr.);φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51
;τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33
; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17
;εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12
, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513
; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; ;ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16
; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.b esp. of putting round,ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722
; of clothes or arms,ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204
; put on,φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5
.d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).7 of dice, throw,τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33
, cf. Pl.Lg. 968e;ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330
: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or to be lucky, successful,Phld.
lr.p.51 W., Rh.1.10 S.III intr., fall,ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722
, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)ἔβαλε Act.Ap.27.14
; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.2 in familiar language, away with you! be hanged!Ar.
V. 835, etc.;βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a
, cf. Men.Epit. 389.B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107
;εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435
;ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84
, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610
.2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513
(lyr.).4 lay as foundation,κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3
, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b
;χάρακα Plb.3.105.10
, Poll. 8.161; simply, build,ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13
; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; .II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (butλουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303
). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χλαίνη — η, Ν βλ. χλαίνα … Dictionary of Greek
χλαίνη — η ο μανδύας των στρατιωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλαίνη — χλαῖνα upper garment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνῃ — χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνηι — χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek
δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… … Dictionary of Greek
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
καταχλαινώ — καταχλαινῶ, όω (Α) περιβάλλω με χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλαινῶ «περιβάλλω με χλαίνη, ντύνω» (< χλαῖνα)] … Dictionary of Greek
λακέρνιον — λακέρνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τ.) ρωμαϊκός μανδύας από χοντρό ύφασμα, μικρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerna + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. lacernula «μικρή χλαίνη»)] … Dictionary of Greek
άχλαινος — ἄχλαινος, ον (AM) [χλαίνα] αυτός που δεν έχει χλαίνη, ο φτωχός … Dictionary of Greek