Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλεξάνεμος

См. также в других словарях:

  • αλεξάνεμος — ἀλεξάνεμος, ον (Α) ο ἀλεξήνεμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι* (< ἀλέξω) + ἄνεμος, με σίγηση τού ι . ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξανεμία] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξάνεμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξάνεμον — ἀλεξάνεμος masc/fem acc sg ἀλεξάνεμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξανέμοιο — ἀλεξάνεμος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξανέμους — ἀλεξάνεμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξανέμων — ἀλεξάνεμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξάνεμα — ἀλεξάνεμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξάνεμοι — ἀλεξάνεμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αλεξανεμία — ἀλεξανεμία, η (Α) [ἀλεξάνεμος] προφύλαξη από τον άνεμο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»