Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνεμοσκεπής

См. также в других словарях:

  • ανεμοσκεπής — ἀνεμοσκεπής, ές (Α) αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (Ομ.) …   Dictionary of Greek

  • ἀνεμοσκεπής — sheltering one from the wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμοσκεπές — ἀνεμοσκεπής sheltering one from the wind masc/fem voc sg ἀνεμοσκεπής sheltering one from the wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμοσκεπέες — ἀνεμοσκεπής sheltering one from the wind masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμοσκεπέων — ἀνεμοσκεπής sheltering one from the wind masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»