-
1 χειρότερος
χειρότεροςmasc nom sgχερείωνmcaner: masc nom sg (epic) -
2 χειρότερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρότερος
-
3 χειρότερος
χειρότερος = χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χειρότερος
-
4 χειροτέρως
χειρότεροςadverbialχειρότεροςmasc acc pl (doric)χερείωνmcaner: adverbial (epic)χερείωνmcaner: masc acc pl (epic doric) -
5 χειρότερον
χειρότεροςmasc acc sgχειρότεροςneut nom /voc /acc sgχερείωνmcaner: masc acc sg (epic)χερείωνmcaner: neut nom /voc /acc sg (epic) -
6 χειροτέρη
χειρότεροςfem nom /voc sg (epic ionic)χερείωνmcaner: fem nom /voc sg (epic ionic) -
7 χειροτέρην
χειρότεροςfem acc sg (epic ionic)χερείωνmcaner: fem acc sg (epic ionic) -
8 χειροτέροις
χειρότεροςmasc /neut dat plχερείωνmcaner: masc /neut dat pl (epic) -
9 χειροτέροισι
χειρότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)χερείωνmcaner: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
10 χειροτέροισιν
χειρότεροςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)χερείωνmcaner: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 χειροτέρους
χειρότεροςmasc acc plχερείωνmcaner: masc acc pl (epic) -
12 χειρότερα
χειρότεροςneut nom /voc /acc plχερείωνmcaner: neut nom /voc /acc pl (epic) -
13 χειρότεραι
χειρότεροςfem nom /voc plχερείωνmcaner: fem nom /voc pl (epic) -
14 χειρότεροι
χειρότεροςmasc nom /voc plχερείωνmcaner: masc nom /voc pl (epic) -
15 χειροτέρα
χειροτέρᾱ, χειρότεροςfem nom /voc /acc dualχειροτέρᾱ, χειρότεροςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)χειροτέρᾱ, χερείωνmcaner: fem nom /voc /acc dual (epic)χειροτέρᾱ, χερείωνmcaner: fem nom /voc sg (attic epic doric aeolic) -
16 χείρων
χείρων, ὁ, ἡ, neut. χεῖρον, gen. -ονος, acc. - ονα: nom. and acc. pl. χείρονες, -ας, χείρονα, [var] contr. in [dialect] Att. Prose χείρους, χείρω; dat. χείροσι, poet.Aχειρόνεσσι Pi.N.8.22
:—(for [dialect] Ep. form [full] χερείων, poet. [full] χειρότερος, [full] χερειότερος, v. sub vocc.):—irreg. [comp] Comp. of κακός: ( χείρων from Χερ-ψων, cf. χερείων):I of persons, mcaner, inferior, either in bodily strength and bravery, or in rank, opp. ἀρείων, Il.10.238, Od.20.133;σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων Il.20.434
; , cf. Od.20.82;ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται 21.325
; opp. κρείσσων, Pi.I.4(3).34(52);τὸν ὄλβιον τόν τε χ. E.Ba. 422
(lyr.);τὰ χείρονα S.Fr. 192
, E.Supp. 196.2 later in moral sense, worse than others, sts. almost like a positive, knave, opp. ἀγαθός, S.Ph. 456, cf. Th.3.9, Lys.16.3;οἱ πένητες καὶ οἱ δημόται καὶ οἱ χ. X.Ath.1.4
, cf. 3.10; οἱ χ., opp. οἱ ἀγαθοί, Pl.R. 460c, etc.3 worse in quality, inferior, of horses, Il.23.572: inferior, less skilful,ἰητροί Hp.Acut.6
; ζωγράφοι, δημιουργοί, etc., Pl.Cra. 429a, R. 421e, etc.: χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, Id.Tht. 162c, R. 335b;πρὸς ἀλήθειαν Luc. JTr.48
; c. acc.,χ. τὰ πολεμικά X.Cyr.8.8.20
; χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν, Aeschin.3.46. Isoc.11.43;τὰ ἄλλα μηδὲν χ. Id.4.105
; c. inf.,χ. ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν X.Cyr.2.1.16
; οὐδὲν χείρους ἔσεσθε.. ἀκηκοότες you will be none the worse for having heard.., D.24.139; less kind,μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς εἶναι.. τῶν ὑπαρχόντων Id.2.2
.III neut.,1 as a Subst.,τὸ χ.
inferiority,Polem.
Call.27; but mostly in phrases with Preps., ἐπὶ τὸ χ. τρέπεσθαι, κλῖναι, fall off, get worse, X.Cyr.8.8.2, Mem.3.5.13;ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλει ἑαυτόν Pl.R. 381b
; ἀλλοιοῦσθαι ἐπὶ τὸ χ., opp. ἐπὶ τὸ βέλτιον, Thphr.CP6.3.3; also πάντα ὑποπτεύοντες ἐπὶ τὸ χ. putting the worst construction on.. D.H.6.85;λαμβάνειν τι ἐπὶ τὸ χ. J.AJ16.7.4
; alsoπρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν D.S.20.57
;κατὰ τὸ χ. Pl.Lg. 720e
; in the lower sense, opp. κατὰ τὸ κρεῖττον, Dam.Pr.7: less freq. in pl.,ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι X. Mem.3.9.9
;τὰ χ. προαιρεῖσθαι Isoc.8.110
.2 as a predicate, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χ. (sc. ἐστί or ἔσται) Od.15.515, cf. X.An.7.6.4; with a neg., οὐ χ. [ἐστι] c. inf., we may as well, Pl.Phd. 105a, Arist. EN 1127a14; simply οὐ χεῖρον, in an answer, it is as well, Ar.Eq. 37;λάβ', ὦγάθ'· οὐδὲν χ. Clearch.Com.4
. -
17 χέρης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χέρης
См. также в других словарях:
χειρότερος — masc nom sg χερείων mcaner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χειρότερος — η, ο επίρρ. α συγκριτικός του κακός 1. περισσότερο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας: Ο καιρός σήμερα είναι χειρότερος από χτες. 2. το ουδ. ως ουσ., χειρότερο χειρότερη ποιότητα, αξία, κατάσταση κ.ά.: Όποιος δε δει τα χειρότερα δε θυμάται τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέρως — χειρότερος adverbial χειρότερος masc acc pl (doric) χερείων mcaner adverbial (epic) χερείων mcaner masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερον — χειρότερος masc acc sg χειρότερος neut nom/voc/acc sg χερείων mcaner masc acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρη — χειρότερος fem nom/voc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρην — χειρότερος fem acc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροις — χειρότερος masc/neut dat pl χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισι — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέροισιν — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροτέρους — χειρότερος masc acc pl χερείων mcaner masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)