Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

χειρότερος

  • 1 worst

    [wə:st] 1. adjective
    (bad to the greatest extent: That is the worst book I have ever read.) (ο) χειρότερος
    2. adverb
    (in the worst way or manner: This group performed worst (of all) in the test.) χειρότερα
    3. pronoun
    (the thing, person etc which is bad to the greatest extent: the worst of the three; His behaviour is at its worst when he's with strangers; At the worst they can only fine you.) (ο) χειρότερος, (η) χειρότερη περίπτωση
    - get the worst of
    - if the worst comes to the worst
    - the worst of it is that
    - the worst of it is

    English-Greek dictionary > worst

См. также в других словарях:

  • χειρότερος — masc nom sg χερείων mcaner masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το …   Dictionary of Greek

  • χειρότερος — η, ο επίρρ. α συγκριτικός του κακός 1. περισσότερο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας: Ο καιρός σήμερα είναι χειρότερος από χτες. 2. το ουδ. ως ουσ., χειρότερο χειρότερη ποιότητα, αξία, κατάσταση κ.ά.: Όποιος δε δει τα χειρότερα δε θυμάται τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροτέρως — χειρότερος adverbial χειρότερος masc acc pl (doric) χερείων mcaner adverbial (epic) χερείων mcaner masc acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρότερον — χειρότερος masc acc sg χειρότερος neut nom/voc/acc sg χερείων mcaner masc acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέρη — χειρότερος fem nom/voc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέρην — χειρότερος fem acc sg (epic ionic) χερείων mcaner fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέροις — χειρότερος masc/neut dat pl χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέροισι — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέροισιν — χειρότερος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χερείων mcaner masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροτέρους — χειρότερος masc acc pl χερείων mcaner masc acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»