-
1 χέρηα
χερείωνmcaner: masc /fem acc sg (epic)χερείωνmcaner: neut nom /voc /acc pl (epic) -
2 χερείων
Aχερείους A.R.2.1220
:—[dialect] Ep. for χείρων, meaner, inferior, in rank, worth, or wealth,κεῖνος δὲ χερείονος ἐκ θεοῦ ἐστιν Il.20.106
, cf. Od.20.45;τὰ χερείονα νικᾷ Il.1.576
;χερείονά περ καταπεφνών 17.539
; in body or mind,ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χ., οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι ἔργα 1.114
, cf. Od. 5.211; rare in Prose,ἄρχεσθαι ὑπὸ χερείονος Democr.49
; opp. κάρρων, Aesar. ap. Stob.1.49.27.2 of things, οὔ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι 'tis not the worse part, 'twere not amiss, Od.17.176, cf. 23.262.II irreg. forms, dat. χέρηϊ, acc. χέρεια, nom. pl. χέρηες, acc. neut. χέρεια, all used in compar. sense, κρείσσων γὰρ βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ with a man of meaner rank, Il.1.80;οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.324
;ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια 18.229
, 20.310; ἐσθλὰ μὲν ἐσθλὸς ἔδυνε, χέρεια δὲ χείρονι δόσκον, where ἐσθλὰ ἐσθλός and χέρεια χείρονι are evidently correlative, Il.14.382; c. gen.,υἱὸν.. εἷο χέρεια μάχῃ, ἀγορῇ δὲ ἀμείνω 4.400
;οὔ τι χέρεια πατρός Od.14.176
.— χέρεια was written by Aristarch. in Od.14.176, where codd. have χερείω (χέρῃα Eust.488.38
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερείων
-
3 χέρης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χέρης
См. также в других словарях:
χέρηα — χερείων mcaner masc/fem acc sg (epic) χερείων mcaner neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] … Dictionary of Greek