-
1 χειρώ
-
2 χειρῶ
-
3 χείρω
χείρωνmcaner: neut acc comp plχείρωνmcaner: neut nom comp plχείρωνmcaner: masc /fem acc comp sgχειρόωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)χειρόωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
4 χειρωνάκτων
χειρω̱νάκτων, χειρῶναξmasc gen pl -
5 χειρώνακτα
χειρώ̱νακτα, χειρῶναξmasc acc sg -
6 χειρώνακτας
χειρώ̱νακτας, χειρῶναξmasc acc pl -
7 χειρώνακτες
χειρώ̱νακτες, χειρῶναξmasc nom /voc pl -
8 χειρώνακτος
χειρώ̱νακτος, χειρῶναξmasc gen sg -
9 χειρώναξι
χειρώ̱ναξι, χειρῶναξmasc dat pl -
10 χειρώναξιν
χειρώ̱ναξιν, χειρῶναξmasc dat pl -
11 χείρων
χείρων, ὁ, ἡ, neut. χεῖρον, gen. -ονος, acc. - ονα: nom. and acc. pl. χείρονες, -ας, χείρονα, [var] contr. in [dialect] Att. Prose χείρους, χείρω; dat. χείροσι, poet.Aχειρόνεσσι Pi.N.8.22
:—(for [dialect] Ep. form [full] χερείων, poet. [full] χειρότερος, [full] χερειότερος, v. sub vocc.):—irreg. [comp] Comp. of κακός: ( χείρων from Χερ-ψων, cf. χερείων):I of persons, mcaner, inferior, either in bodily strength and bravery, or in rank, opp. ἀρείων, Il.10.238, Od.20.133;σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων Il.20.434
; , cf. Od.20.82;ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται 21.325
; opp. κρείσσων, Pi.I.4(3).34(52);τὸν ὄλβιον τόν τε χ. E.Ba. 422
(lyr.);τὰ χείρονα S.Fr. 192
, E.Supp. 196.2 later in moral sense, worse than others, sts. almost like a positive, knave, opp. ἀγαθός, S.Ph. 456, cf. Th.3.9, Lys.16.3;οἱ πένητες καὶ οἱ δημόται καὶ οἱ χ. X.Ath.1.4
, cf. 3.10; οἱ χ., opp. οἱ ἀγαθοί, Pl.R. 460c, etc.3 worse in quality, inferior, of horses, Il.23.572: inferior, less skilful,ἰητροί Hp.Acut.6
; ζωγράφοι, δημιουργοί, etc., Pl.Cra. 429a, R. 421e, etc.: χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, Id.Tht. 162c, R. 335b;πρὸς ἀλήθειαν Luc. JTr.48
; c. acc.,χ. τὰ πολεμικά X.Cyr.8.8.20
; χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν, Aeschin.3.46. Isoc.11.43;τὰ ἄλλα μηδὲν χ. Id.4.105
; c. inf.,χ. ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν X.Cyr.2.1.16
; οὐδὲν χείρους ἔσεσθε.. ἀκηκοότες you will be none the worse for having heard.., D.24.139; less kind,μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς εἶναι.. τῶν ὑπαρχόντων Id.2.2
.III neut.,1 as a Subst.,τὸ χ.
inferiority,Polem.
Call.27; but mostly in phrases with Preps., ἐπὶ τὸ χ. τρέπεσθαι, κλῖναι, fall off, get worse, X.Cyr.8.8.2, Mem.3.5.13;ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλει ἑαυτόν Pl.R. 381b
; ἀλλοιοῦσθαι ἐπὶ τὸ χ., opp. ἐπὶ τὸ βέλτιον, Thphr.CP6.3.3; also πάντα ὑποπτεύοντες ἐπὶ τὸ χ. putting the worst construction on.. D.H.6.85;λαμβάνειν τι ἐπὶ τὸ χ. J.AJ16.7.4
; alsoπρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν D.S.20.57
;κατὰ τὸ χ. Pl.Lg. 720e
; in the lower sense, opp. κατὰ τὸ κρεῖττον, Dam.Pr.7: less freq. in pl.,ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι X. Mem.3.9.9
;τὰ χ. προαιρεῖσθαι Isoc.8.110
.2 as a predicate, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χ. (sc. ἐστί or ἔσται) Od.15.515, cf. X.An.7.6.4; with a neg., οὐ χ. [ἐστι] c. inf., we may as well, Pl.Phd. 105a, Arist. EN 1127a14; simply οὐ χεῖρον, in an answer, it is as well, Ar.Eq. 37;λάβ', ὦγάθ'· οὐδὲν χ. Clearch.Com.4
. -
12 πράσσω
πράσσω, ep. u. ion. πρήσσω, att. πράττω, die Tragg. immer πράσσω, vgl. Herm. Soph. Phil. 1435, fut. πράξω, ion. πρήξω u. s. w., perf. πέπραχα, z. B. Ar. Equ. 683. Xen. Cyr. 5, 5, 14, und intrans. πέπραγα, welches bei den ältern Schriftstellern auch trans. ist (ὅτι Λακεδαιμόνιοι πάντων ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως, Xen. Hell. 1, 4, 2, sie hätten ausgerichtet), u. deshalb von den Atticisten für die eigentlich attische, πέπραχα für die hellenistische Form erklärt wird; – 1) thun, handeln, Geschäfte machen; οὐδέ τι ἔργον ἐνϑάδ' ἔτι πρήξει, er soll hier weiter Nichts zu schaffen haben, Od. 19, 324; gew. ausrichten, erlangen, οὔτι πρήσσει, er richtet Nichts aus, gewinnt Nichts, Il. 11, 552. 17, 661; ἔπρηξας καὶ ἔπειτα, du hast doch endlich deinen Zweck erreicht, 18, 357; πρῆξαι δ' ἔμπης οὔτι δυνήσεαι, du wirst doch Nichts ausrichten können, 1, 362; χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, Hes. O. 404; bes. κέλευϑον, einen Weg vollenden, zurücklegen, Il. 14, 282. 23, 501 Od. 13, 83, ὁδόν, h. Merc. 203, ἅλα, das Meer zurücklegen, es durchfahren, Od. 9, 491 (wo schon Rhianus πλήσσοντες lesen wollte), auch c. gen., ὁδοῖο, einen Weg vollenden. Il. 24, 264 cm. 3, 476. 15, 47. 219. Einige alte Erkl. nahmen in dieser Vrbdg, in der das Wort nur bei Epikern im praes. vorkommt, ein eigenes Wort πρήσσω an, welches sie von περάω, περάσω ableiten wollten, vgl. E. M. 688, 1 Schol. Il. 16, 282 Eust. zu Od. 15, 219. Doch ist der gen. auch ohne diese Annahme zu erklären und findet sich bei den Verbis, die eine Bewegung ausdrücken, auch sonst. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 197, der, die Ableitung von περάω beibehaltend, die Bdtg »zu Ende, zu Stande bringen« als di, ursprüngliche anerkennt. – Pind. vrbdt πράσσει ἀρετἀς herrlich, Thaten ausführen, I. 5. 11; λεόντεσσιν ἔπρασσεν φόνον, N. 3, 46; auch κλέος ἔπραξεν, bewirkte, erlangte, I. 4, 8; ὕμνον πράσσετε, N. 9, 3; ἄκοιτιν, eine Gattinn erlangen, N. 5, 36; auch pass., τῶν πεπραγμένων ἐν δίκᾳ, Ol. 2, 15; ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασ-σον, Aesch. Prom. 455; τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέ-γοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα, 663; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα, Ch. 768; κλύεις τὰ πραχϑέντα, Prom. 686, u. öfter; auch mit folgdm ὥςτε, σὺ τοῠτο πράξεις, ὥςτε με σϑένειν τόσον, Eum. 856 (auffallend mit dem accus. der Person, tödten, Aesch. Ch. 434; daher πεπραγμένοι, 130, es ist um sie geschehen, sie sind verloren); ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Soph. Phil. 88; ὧν ἐπαινεῖς εἰς δέον πάρεσϑ' ὅδε Κρέων τὸ πράσσειν, O. R. 1417; τὰ κηρυχϑέντα, Ant. 443, u. sonst; σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσε, El. 668, besorge deine Geschäfte, womit man vgl. τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῠν οὐδένα, Ant. 68; öfter im Ggstz von λέγειν u. ä.; τὰ μὴ καλὰ πράσσειν, Eur. Hec. 1251, u. öfter; τὸ ἔργον τοῠτ' ἐμοὶ πεπράξεται, Heracl. 980; πράττειν πολλά, Ar. Pax 1023; u. in Prosa: τί πολλὰ πρήσσεις, Her. 5, 33; bes. betreiben, bewerkstelligen, ὅςπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε, 5, 114; κατάλυσιν τοῦ δήμου, Andoc. 3, 6, εἰ-ρήνην, φιλίαν, Dem. 3, 7. 18, 162; u. übh. von eigenen, bes. Handelsgeschäften, wie sie der Großhändler od. Seefahrer treibt, wie von Staatsgeschäften, τὰ Ἀϑηναίων πράττω, Plat. Conv. 216 a; κατὰ νόμους, gesetzmäßig verfahren, Polit. 301 b; ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν δυνάμενοι, die Etwas durchsetzen können, Prot. 317 a, vgl. ὅσοι δι' ἀρετὴν ἔπραξαν ὧν ἐδέοντο, Phaedr. 232 d; τὰ πολιτικὰ πράττειν, Apol. 31 d; πράττων ἕκαστος τὸ αὑτοῠ, Phaedr. 247 a; u. oft im pass., οἱ τῷ ϑυμῷ πραχϑέντες φόνοι, die im Zorn verübten Morde, Legg. IX, 867 b; ἱκανὸς πράττειν, ein geschickter Staatsmann, Xen. Mem. 1, 2, 15. 4, 2, 1; aber auch ein geschickter Geschäftsführer, Anwalt, 2, 9, 4; vgl. ἀνὴρ τὰ μεγάλα πράττειν ἱκανός, An. 2, 6, 16; Folgde; τὰ πεπραγμένα λῠσαι, Dem. 24, 76. – Es wird auch mit dem dat. der Person vrbdn, πράττειν τινί τι, Etwas für Einen bewirken, thun, Soph. Ai. 441, der sonst sagt οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων, O. R. 1351; dah. Thuc. οἱ τοῖς Λακεδαιμονίοις πράσσοντες, die für die Lacedämonier thätig sind, es mit ihnen halten, 5, 76 (vgl. Θηβαίοις τὰ πράγματα πράττει Dem. 19, 77, u. ganz kurz ἔπραττε Φιλίππῳ, 9, 59); auch πρὸς τοὺς βαρβάρους, 1, 131, womit man vgl. ἐς τοὺς Εἵλωτας πράσσειν τι αὐτόν, 1, 132, daß er mit den Heloten unterhandeln, od. für die Heloten Etwas thun wolle, wie etwa 1, 65 ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν ὅπη ὠφελία τις γενήσεται gesagt ist, u. 4, 121 καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις ταύτας προδοσίας πέρι. Auch μεϑ' ἡμῶν ἔπραττεν, Isae. 5, 14; οὐδὲν πράττειν δυνάμενος, Nichts ausrichten könnend, Pol. 32, 25, 10, οὐ τὰ πρὸς διαλύσεις πράττειν, ἀλλὰ πρὸς τὸν πόλεμον, 5, 29, 4. Es nimmt bei ihm noch, wie πρᾶξις, die Nebenbdtg von listig verrathen an, z. B. πράττειν τινὶ τὴν πόλιν, 4, 16, 11. 13, 4, 6. – 2) intrans., sich befinden, in einem gewissen Zustande sein, so und so ablaufen, mit adv., εὖ πέπραγεν, Pind. P. 2, 73; τοὺς κακῶς πράσσοντας, eigtl. die schlechte Geschäfte machen. denen es schlecht geht, die Unglücklichen, Aesch. Prom. 625, u. öfter; εἰ πράσσοις καλῶς, ib. 981; πόλις εὖ πράσσουσα, Spt. 77, u. öfter; πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης; wir sagen: was macht Xerxes? Pers. 140, u. mit accus. neutr. eines adj., δυςτυχῆ πράσσειν, Spt. 321, ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, Ag. 1418, was wir durch »leiden« übersetzen müssen; ἔπραξεν οἷον ἤϑελεν, Soph. O. C. 1702, es ging ihm nach Wunsch; u. oft εὖ πράσσειν, auch εὐτυχῶς, Ant. 697, καλῶς Trach. 57, und im Ggstz κακῶς, wie auch Eur. oft; ἐμοῦ πράσσοντος ὡς πράσσω τανῦν, Or. 659; χρηστόν τι, glücklich sein, Ar. Plut. 341; μακαρίως, εὐδαιμόνως, ib. 629. 809; ἀϑλίως, Eccl. 1221; u. in Prosa: πρήσσειν ᾑ δύναιτο ἄριστα, Her. 5, 30; Μαρδόνιον φλαύρως πρήσσοντα τῷ στόλῳ, 6, 94; οὐδὲν ἄμεινον φάμενος πρήσσειν οἰκεῦντες Λιβύην, es gehe ihnen nicht besser, 4, 157; ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε, hatte solchen Erfolg, lief so ab, 3, 25; ὡς ἔπρηξε, wie es ihm erging, 7, 18; vgl. Thuc. 7, 24; ἐξαμαρτεῖν τι καὶ κακῶς πρᾶξαι vrbdt Antiph. 2, 6; vgl. Plat. ὅστις καλῶς πράττει οὐχὶ καὶ εὖ πράττει, Alc. I, 116 b, wer recht handelt, dem geht es gut; ὅτι ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν, Charm. 173 d; er abdt auch ὅτι ἂν τύχωσι τοῠτο πράξουσι, sie werden in der Lage sein, die ihnen gerade zu Theil wird, Crit. 45 d. – Es werden auch nähere Bestimmungen hinzugesetzt, καλῶς τῇ τέχνῃ πράττειν, Plat. Rep. I, 346 d, οἱ τὰ γεωργικά, ἰατρικά, πολιτικὰ εὖ πράττοντες, Xen. Mem. 3, 9, 15, die als Landmann, Arzt, Staatsmann ihre Geschäfte gut betreiben, glücklich sind, vgl. 1, 6, 8, wo dem εὖ πράττειν das καλῶς προχωρεῖν αὐτοῖς τὴν γεωργίαν entspricht (s. auch εὐπραξία); 2, 4, 6 stehen den εὖ πράττοντες die σφαλλόμενοι entgegen. – Auch adj. werden so in Prosa gebraucht (dichterische Beisp. s. oben), χείρω πράσσειν, Thuc. 7, 71; μεγάλα πράττειν, Xen. Cyr. 8, 4, 6; ἄριστα, 1, 6, 13, wie Isocr. 4, 103, ἀγαϑόν, Xen. Cyr. 5, 1, 20; vgl. An. 6, 3, 8, ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαϑὰ πράττειν, eigtl. viele gute Geschäfte machen, viel erwerben, daß es ihnen sehr gut gehe; u. Sp., ταπεινά, D. Hal. 10, 14. Ueberall ist hier das Glück od. Unglück als in Vrbdg mit den Handlungen der Menschen stehend zu denken. und erscheint als selbstverschuldet, während εὐτυχεῖν u. δυςτυχεῖν vom Schicksale od. Ungefähr abhängt, vgl. z. B. Xen. Mem. 3, 9, 14. – 3) πράττειν τινά τι, Einem Etwas anthun, zufügen, wie ποιεῖν, doch viel seltner ( Isocr. 12, 92 lies't Bekk. ἃ περὶ Πλαταιᾶς ἔπραξαν) Gew. πράττειν τινὰ ἀργύριον, Geld von Einem eintreiben, einfordern, πράσσει με τόκον, er treibt Zinsen von mir ein, Batrach. 186, χρέος, Pind. Ol. 3, 7, vgl. P. 9, 104, Her. 3, 58, der aber auch φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων vrbdt, 1, 106; einzeln auch bei Folgdn. wie Plat. Legg. VI, 774, d Xen. An. 7, 6, 17. – Häufiger im med. für sich eintreiben, einfordern, Αὐγέαν μισϑόν, Pind. Ol. 11, 30; Her. 2, 126. 5, 84, τοὐφειλόμενον, Aesch. Ch. 309; ἀντίποινα, Pers. 468; auch τὸν πατρὸς φόνον, rächen, Eum. 594; Ar. Thesm. 843; häufig auch mit dem gehässigen Nebenbegriffe gewaltsamer, unrechtmäßiger Mittel: erpressen, Geld von Einem, in att. Prosa sehr häufig, Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, Thuc. 4, 65, der auch φόρους πράσσεσϑαι ἐκ τῶν πόλεων vrbdt, 8, 37, ἀπὸ τῶν πόλεων, 8, 5; u. pass., Τισσαφέρνης ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους ὑπὸ βασιλέως, es wurde dem Tissaphernes gerade vom König der Tribut abgefordert, 8, 5; ἀξίως τοῠ μισϑοῠ ὃν πράττομαι, Plat. Prot. 328 b, u. öfter; auch von. der verwirkten Buße, τὴν διπλασίαν πραττέσϑω τὸν ὑποφεύγοντα, Legg. VI, 762 b; neben αἰτεῖν, Apol. 31 c; auch pass., ὃς ἂν μισϑοὺς μὴ ἀποδιδῷ, διπλοῠν πραττέσϑω, von dem soll das Doppelte eingezogen werden, Legg. XI, 921 c, πραχϑεὶς ὑπὸ τῶνδε, Lys. 9, 21; – πράττεται τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν, Dem. Lpt. 32; πράξασϑαι πλέον, sich mehr geben lassen, Andoc. 2, 9, auch παρ' αὐτῶν, ἃ ὤφειλον, πράξασϑαι, Lys. 17, 3, u. sonst bei den Rednern; μὴ πράττειν τοὺς ὀφειλέτας, Pol. 38, 3, 10; ἑκατὸν τάλαντα ἐπιτίμιον αὐτοὺς πραξάμενος τῆς ἀγνοίας, 5, 45. 11; τὰ πραττόμενα, das Eingeforderte, der Tribut, 1, 72, 2.
-
13 ἐπι-στατέω
ἐπι-στατέω, ein ἐπιστάτης sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, v. l. ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ ϑεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν ταύτῃ τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. ἐπιστάτης sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. τίς γάρ με μόγϑος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.
-
14 ἐγ-κλίνω
ἐγ-κλίνω, (s. κλίνω), 1) wohin beugen, neigen: τὴν εὐϑυωρίαν εἰς δεξιά Plat. Rep. IV, 436 e σκέλη ἐγκεκλιμένα μικρὸν ἔξω Xen. Cyn. 5, 30; dah. an Etwas anlehnen, ἐνεκλίϑη αὐτῷ Conv. 3, 13; übertr., πόνος ὔμμι ἐγκέκλιται, die Arbeit ist euch aufgelegt liegt euch ob, Il. 6, 78; προσώπῳ τινὸς νῶτον, seinem Gesicht den Rücken zukehren, Eur. Hec. 739, wie ἐγκλίνειν τὰ νῶτα, den Rüchen kehren, Dion. Hal. 9, 26; τινά, Jem. zum Weichen bringen, Ap. Rh. 1, 62 u. Sp.; dah. ὑπείκει καὶ ἐγκλίνεται verbunden, Soph. frg. 607; πολιτεία ἐγκεκλιμένη καὶ ῥέπουσα ἐπὶ τὰ χείρω, ein sich dem Untergang zuneigender Staat, Plut. Cat. mal. 19. – 21 intraus., sich neigen, πρός τι, Arist. pol. 2, 6, wie Plut. Caes. 57. Bes. vom Heere, weichen, Xen. Hell. 2, 4, 34 u. öfter, wie Pol. u. Sp.; τινί, nachgeben, Dion. Hal. 5, 54. Der Accus. ist zweifelhaft, Pol. 14, 8, 8 hat Bekk. ἐξέκλιναν aufgenommen, u. bei Xen. Cyr. 3, 3, 65 ist die Leseart zweifelhaft; – τῶν βίων ἐγκεκλικότων καὶ παραδεδεγμένων τρυφῆς ζῆλον Plut. Sull. 1, u. öfter, von der gesunkenen, verschlechterten Lebensweise. – 3) Bei den Grammatikern = inkliniren, sowohl einem Worte den Accent der folgenden Enklitika geben, als einem Worte den Gravis geben, Ggstz ὀρϑοτονεῖν, vgl. Schol. Il. 15, 146. – Auch = ein Wort conjugiren od. decliniren, Dion. Hal. u. A.
-
15 εγκλινω
(ῐ) (fut. ἐγκλινῶ)1) отклонять, наклонять(τέν εὐθυωρίαν εἰς τὸ πρόσθεν Plat.; ἐγκλινόμενος εἰς τὰ δεξιά Arst.; κατὰ τὸ μεσημβρινὸν ἐγκλιθῆναι Plut.)
2) сгибать(ἐγκλῖναι τέν κνήμην Arst.; σκέλη ἐγκεκλιμένα ἔξω Xen.)
3) поворачивать, обращать(προσώπῳ νῶτον ἑαυτοῦ ἐγκλῖναί τινι Eur.)
; pass. обращаться, направляться4) обращаться в бегство, отступать(οἱ πελτασταὴ ἐνέκλιναν Xen.)
5) наклоняться, склонятьсяἐγκεκλικότες ταῖς κεφαλαῖς Plut. — склонив головы6) клониться, тяготеть(πρὸς τέν ὀλιγαρχίαν Arst.; ἐπὴ τὰ χείρω Plut.)
7) клониться к упадку, приходить в упадок8) муз. модулировать(τέν φωνήν Plut.)
9) грам. изменять по формам, т.е. склонять или спрягать10) грам. произносить безударно, т.е. энклитически или проклитически11) грам. заменять острое ударение тупым -
16 επιστατεω
1) быть начальником, управлять, руководить, иметь попечение(τῷ σώματι Plat.; τῶν κοινῶν Arst.)
οὐκ ὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐ. Plat. — не годится, чтобы худший управлял лучшими2) смотреть (за чем-л), присматривать, охранять(ποιμνίοις Soph.)
ἐ. τοῦ εἶναι οἵους δεῖ τοὺς κοινῶνας Xen. — заботиться о том, чтобы сотоварищи были такими, какими должны быть3) быть в помощь, помогать(ἕργμασιν Pind., λόγῳ Aesch.)
4) преследовать -
17 κερδαινω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду(τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар2) приобретать, получать(τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать(μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться4) получать в удел(τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть(ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)
-
18 φιλονεικεω
1) рьяно, завзято спорить(μέ φιλονεικῶν, ἀλλὰ παραμυθούμενος Plat.; ἐφιλονεικήσαμεν πρὸς ἀλλήλους περί τινος Lys.)
τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται (οἱ λόγοι) Plat. — ради этого-то и был поднят этот спор2) соперничать, соревноватьсяφ. τινι πρὸς ἀρετήν Plat. — соперничать с кем-л. в добродетели;
περὴ καλλίστων φ. Isocr. — соревноваться в прекрасном3) упорствовать, настаиватьφ. μοι δοκεῖς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Plat. — ты, кажется мне, упорно требуешь, чтобы отвечал (именно) я;
τὰ χείρω φιλονεικῆσαι Thuc. — из упрямства предпочесть худшее -
19 χειρων
эп. χερείων, дор. χερῄων 2, gen. ονος (compar. к κακός См. κακος; nom. pl. χείρονες, χείρονα, acc. χείρονας, χείρονα - стяж. nom. и acc. pl. χείρους, χείρω)1) худший, более слабый, менее значительныйχ. τι Aesch., Isocr., Xen., εἴς τι Plat. и πρός τι Luc. — худший (хуже, слабее, ничтожнее) в отношении чего-л.;
χεῖρον ἀγαπᾶν Plat. — меньше любить;εἴ τι χείρους ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν ἦτε Xen. — если вы оказались слабее нас в этом деле;διὰ τοῦτο χεῖρόν ἐστιν αὐτῷ Xen. — от этого приходится ему плохо;οὐ χεῖρον Arst., Plat. — неплохо, хорошо2) худший, более жестокий(νόσος Eur.; μοῖρα Plat.)
-
20 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek
χειρῶ — χειρόω pres subj act 1st sg χειρόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρω — χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνάκτων — χειρω̱νάκτων , χειρῶναξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτα — χειρώ̱νακτα , χειρῶναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτας — χειρώ̱νακτας , χειρῶναξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτες — χειρώ̱νακτες , χειρῶναξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώναξι — χειρώ̱ναξι , χειρῶναξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώναξιν — χειρώ̱ναξιν , χειρῶναξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek