-
1 επιστάτης
ἐπιστάτηfem gen sg (attic epic ionic)ἐπιστάτηςone who stands near: masc nom sgἐπιστατέωto be an: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἐπιστατέωto be an: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἐπιστάτης
ἐπιστάτηfem gen sg (attic epic ionic)ἐπιστάτηςone who stands near: masc nom sgἐπιστατέωto be an: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἐπιστατέωto be an: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 ἐπιστάτης
ἐπιστάτης, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom. et al., freq. as an administrative t.t.; used for var. officials in lit., ins, pap, LXX; Jos., Ant. 8, 59, C. Ap. 2, 177) in Lk six times in the voc. ἐπιστάτα as a title addressed to Jesus, nearly always by the disciples (the synopt. parallels have διδάσκαλε [cp. Ammonius, 100 A.D., p. 45 Valck. and Philo, Poster. Cai. 54 ἐπ. κ. διδάσκαλοι], κύριε, ῥαββί) master (cp. IG XII/1, 43, 21f ἐπιστάταν τῶν παιδῶν; IPriene 112, 73ff [after 84 B.C.] ἐ. τῶν ἐφήβων whose task was τὰς ψυχὰς πρὸς ἀρετὴν προάγεσθαι; Rouffiac p. 56f.—Diod S 3, 72, 1 Aristaeus the tutor of Dionysus; 3, 73, 4 Olympus the tutor of Zeus; and 10, 3, 4 Pherecydes the teacher of Pythagoras are all called ἐπιστάτης) Lk 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.—OGlombitza, ZNW 49, ’58, 275–78.—DELG s.v. ἵστημι. M-M. TW. -
4 επιστατης
- ου ὅ1) обращающийся с просьбой, просящийἐπιστάτῃ οὐδ΄ ἅλα δοίης Hom. — просящему (подаяния) ты и (щепотки) соли не дал бы
3) (на чём-л) стоящийἐλεφάντων ἐ. Polyb. — вожатый слона4) надзиратель, страж5) начальник, главаἐρετμῶν ἐ. Eur. — начальник гребцов;
ἄθλων ἐ. Plat. — распорядитель игр;ἐ. τῶν ἔργων Dem. — начальник общественных работ6) покровитель, заступник(Κολωνοῦ Soph.)
7) эпистат (в Афинах, глава пританеев, в день своего избрания председательствовавший в βουλή и в ἐκκλησία, до избрания девяти πρόεδροι; старший из последних тж. назывался ἐ.) Aeschin., Dem., Arst.8) специалист, знатокἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν Plat. — мастер по части обучения красноречию
9) статуэтка Гефеста ( как покровителя очага) или треножник, таган ( на который ставят котелок) Arph. Αφεσ 436 -
5 επιστατής
-
6 ἐπιστατῇς
-
7 επιστάτης
επιστάτης οстарец, один из четырех членов Священной Епистасии, см. Επιστασία Ιερά -
8 επιστάτης
ο, επιστάτισσα и επιστάτρια η1) надзиратель, -ница; смотритель, -ница;επιστάτης σχολείου — школьный сторож;
2) заведующ|ий, -ая; управляющий -
9 ἐπιστάτης
{сущ., 7}начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ссылки: Лк. 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιστάτης
-
10 επιστάτης
{сущ., 7}начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ссылки: Лк. 5:5; 8:24, 45; 9:33, 49; 17:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιστάτης
-
11 ἐπιστάτης
ἐπι - στάτης: one who stands by or over; σὸς ἐπιστάτης, ‘thy petitioner,’ meaning a beggar, Od. 17.455†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιστάτης
-
12 ἐπιστάτης
ἐπι-στάτης, ὁ, u. ἐπι-στατήρ, ῆρος, ὁ, (1) der Herantretende; ἀπὸ τοῠ ἐφίσ τασϑαι τῇ τραπέζῃ, der an dich herantritt, dich anspricht, der Bettler. (2) der auf etwas steht; Kämpfer zu Wagen. (3) der hinter einem steht, der Hintermann im Treffen; vom Hirten. (4) der Vorsteher, Aufseher; vom Schutzgott; καιρὸς ὅςπερ ἀνδράσιν μέγιστος ἔργο υ παντός ἐστ' ἐπιστάτης, die Stunde, die ordnend über jede Tat der Menschen wacht; der Fürst; übh. der etwas leitet, besorgt. In Athen bes. (a) der täglich durchs Los ernannte Vorsteher der Prytanen, der in den Sitzungen des Rats und in den Volksversammlungen den Vorsitz führt. (b) ἐπιστάται τῶν δημοσίων ἔργων, Aufseher über die Staatsbauten, zu denen die τειχοποιοί, ὁδοποιοί u. ä., auch ἐπιστάται τῶν ὑδάτων, Wasserbauinspektoren gehören. (c) Vorsteher der Tempel; ἐπιστ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν, liegt darin auch der Begriff des Kundigen; κρεμάσατον τύχῃ ' γαϑῇ εἰς τὸν ἰπνὸν εἴσω πλησίον τοῦ ' πιστάτου, entweder als ἰπνολέβης, od. als ein Tonbild des Hephästus, das auf dem Feuerherde stand, od. ein Gestell, um Küchengerätschaften aufzuhängen, od. der Dreifuß unter dem Mischgefäß -
13 ἐπιστάτης
начальник, надзиратель, наставник, распорядитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιστάτης
-
14 ἐπιστάτης
-ου + ὁ N 1 2-5-2-0-4=13 Ex 1,11; 5,14; 1 Kgs 2,35h(9,23); 5,30one who is set over, chief, commander Ex 5,14; clerk Ex 1,11; overseer, superintendent 2 Chr 2,1 Cf. GLOMBITZA 1958, 275-278; LE BOULLUEC 1989, 33; →TWNT -
15 ἐπιστάτης
A one who stands near or by: hence, like ἱκέτης, suppliant, οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλαδοίης Od.17.455
.2. in battle-order, one's rear-rank man, X.Cyr. 3.3.50, 8.1.10, al.b. also, even numbers in a λόχος, Ascl.Tact.2.3, Arr.Tact.6.6.II. one who stands or is mounted upon, ἁρμάτων ἐ., of a charioteer, S.El. 702, E.Ph. 1147; ἐλεφάντων ἐ., of the driver, Plb.1.40.11.2. one who is set over, chief, commander, A.Th. 816 ( 815); ; ποιμνίων ἐ. S.Aj.27; ἐρετμῶν ἐ. E.Hel. 1267; θύματος ἐ. Id.Hec. 223; but ταύρων πυρπνόων ζεύγλῃσι mastering them with.., Id.Med. 478; ἐνόπτρων καὶ μύρων, of the Trojans, Id.Or. 1112; ἐ. Κολωνοῦ, of a tutelary god, S.OC 889; [καιρὸς] ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ' ἐ. Id.El.76; also in Prose, ἐ. γενέσθαι τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινούς judges, And.4.7; ποίας ἐργασίας ἐ.; Answ. ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν (where it = ἐπιστήμων) Pl.Prt. 312d;πραγμάτων Isoc.4.121
; ἐπιστάται ἄθλων stewards of games, Pl.Lg. 949a, cf. X.Lac.8.4; of a pilot, Id.Oec.21.3; supervisor of training, Pl. R. 412a, X.Mem.3.5.18 (pl.);ἐ. τῶν παίδων IG12(1).43
([place name] Rhodes);τῶν ἐφήβων Inscr.Prien.112.73
(i B.C.): voc. ἐπιστάτα, = Rabbi, Ev. Luc.5.5, al.III. president of a board or assembly: at Athens, ἐ. τῶν πρυτάνεων chairman of βουλή and ἐκκλησία in cent. v, Arist. Ath.44.1, later, keeper of Treasury or Archives, IG3.841, etc.; ἐ. τῶν προέδρων chairman of βουλή and ἐκκλησία from cent.iv, Aeschin. 3.39, D.22.9, etc.;ἐ. ὁ ἐκ τῶν προέδρων IG22.204.31
(iv B.C.); in other Greek states, ib.12(1).731 ([place name] Rhodes), 12(7).515.116, 125 ([place name] Amorgos), etc.; ἐ. τῶν νομοθετῶν ib.22.222; τῶν δικα[στῶν] LW 1539 ([place name] Erythrae).2. overseer, superintendent, in charge of any public building or works, τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, i.e. of the temple of Athena Polias, IG12.372; (ii B.C.); ἐ. τῶν ἔργων clerk of the works, D.18.114, LXXEx.1.11 (pl.);τῶν δημοσίων ἔργων Aeschin.3.14
; τοῦ ναυτικοῦ ib.222;τῆς Ἀκαδημείας Hyp.Dem.Fr.7
;τοῦ Μουσείου OGI104.4
(ii B.C.);τῶν κοπρώνων D.25.49
.3. governor, administrator,τῆς πόλεως OGI254.3
(Babylon, ii B.C.), cf. IG12(3).320.7 (Thera, iii B.C.), OGI479.7 (Dorylaeum, ii A.D.); κώμης local magistrate, Arch.Pap.4.38.4. = προστάτης, Lat. patronus, IG14.1317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστάτης
-
16 επιστάτης
concierge -
17 επιστάτης
1) dozorca (m) rzecz.2) stróż (m) rzecz.3) woźny przym. -
18 επιστάτης
1) domovník2) školník -
19 επιστάτης
1) caretaker2) stewardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιστάτης
-
20 επιστάτα
ἐπιστάτᾱ, ἐπιστάτηfem nom /voc /acc dualἐπιστάτᾱ, ἐπιστάτηfem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπιστάτᾱ, ἐπιστάτηςone who stands near: masc nom /voc /acc dualἐπιστάτηςone who stands near: masc voc sgἐπιστάτᾱ, ἐπιστάτηςone who stands near: masc gen sg (doric aeolic)ἐπιστάτηςone who stands near: masc nom sg (epic)
См. также в других словарях:
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο θηλ. άτρια και άτισσα 1. αυτός που ορίστηκε να επιβλέπει κάποιο έργο, επόπτης, επιτηρητής. 2. φρ., «επιστάτης σχολείου», κατώτερος δημόσιος υπάλληλος που φροντίζει για την καθαριότητα και την τάξη του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστάτης — ἐπιστάτη fem gen sg (attic epic ionic) ἐπιστάτης one who stands near masc nom sg ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατῇς — ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάτα — ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc/acc dual ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc nom/voc/acc dual ἐπιστάτης one who stands near masc voc sg ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek