Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
χείρω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek
χειρῶ — χειρόω pres subj act 1st sg χειρόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρω — χείρων mcaner neut acc comp pl χείρων mcaner neut nom comp pl χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χειρόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χειρόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωνάκτων — χειρω̱νάκτων , χειρῶναξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτα — χειρώ̱νακτα , χειρῶναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτας — χειρώ̱νακτας , χειρῶναξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτες — χειρώ̱νακτες , χειρῶναξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώναξι — χειρώ̱ναξι , χειρῶναξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρώναξιν — χειρώ̱ναξιν , χειρῶναξ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek