-
1 Παλλάς
1Παλλάς O. 2.26
ὦ πολιάοχε Παλλάς in Kamarina O. 5.10 οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰςἤνεγκ O. 13.66
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (in Athens Σ, in Cyrene edd.) P. 9.98τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα P. 12.7
ἐνέθηκε δὲ Παλλὰς αμ[ Pae. 8.82
]Παλλάδα[ Πα. 13. a. 5. ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 17. -
2 Παλλάς
III Pythag. name for five, Theol.Ar. 32. (Commonly deriv. from πάλλω, either as Brandisher of the spear, or παρὰ τὸ ἀναπεπάλθαι ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός, etc., Pl.Cra. 407a, EM 649.52, cf. Eust.84.43, but prob. orig. virgin, maiden, cf. sq. and v. παλλακή fin., πάλλαξ.) -
3 Παλλάς
Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem nom sg -
4 πάλλας
-
5 Παλλάς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Παλλάς
-
6 Πάλλας
Πάλλᾱς, Πάλλαςyouth: masc nom sg -
7 πάλλας
πάλλᾱς, πάλλαball: fem acc plπάλλᾱς, πάλλαball: fem gen sg (doric aeolic) -
8 Παλλάδα
Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem acc sg -
9 Παλλάδας
Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem acc pl -
10 Παλλάδι
Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem dat sg -
11 Παλλάδος
Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem gen sg -
12 Πάλλα
Πάλλαςyouth: masc voc sg (epic) -
13 Πάλλαν
Πάλλαςyouth: masc voc sg -
14 Πάλλαντα
Πάλλαςyouth: masc acc sg -
15 Πάλλαντες
Πάλλαςyouth: masc nom /voc pl -
16 Πάλλαντι
Πάλλαςyouth: masc dat sg -
17 Πάλλαντος
Πάλλαςyouth: masc gen sg -
18 Παλλάδ'
Παλλάδα, Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem acc sgΠαλλάδι, Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem dat sgΠαλλάδε, Παλλάςcoin bearing the head of Pallas: fem nom /voc /acc dual -
19 Ἀθάνα
̆αθᾱνα, Ἀθᾱναία1 Athene cf. Παλλάς. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (Byz.: Ἀθηναία codd.) O. 7.36 “ θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ.” v. Paus. 2. 4. 5 O. 13.82μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
τέχνᾳ τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα P. 12.8
θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
“θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” Zeus speaks N. 10.84 ( Ζεύς) ὃς καὶ τυπ εὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34 Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας of the building of the third Delphic temple of Apollo Πα... ]Ἀθάνας[ fr. 215c. 1. test. fr. 262 v. Ῥῆσος; v. fr. 146. -
20 πολιοῦχος
πολιοῦχος (A), ον, [dialect] Ep. [full] πολιήοχος, [dialect] Dor. [suff] πολῐορκ-άοχος (v. infr.), [dialect] Lacon. πολιᾶχος IG5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. πολισσοῦχος:( ἔχω A):—A protecting a city,ὦ π. κράτος E.Rh. 821
(lyr., codd., sed v. infr.);π. ἀρετά Isyll.16
; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, Ἀθηναίη π. in Chios, Hdt.1.160 (also in Attica, BCH50.529 (Marathon, ii A.D.)); Παλλὰς π., at Athens, Ar.Eq. 581 (lyr.);Ἀθάνα π. Id.Nu. 602
(lyr.), cf. Av. 827;Παλλὰς πολιάοχος Pi.O.5.10
;π. θεοί A. Th. 312
(lyr.); δαίμονες ib. 822 (lyr.);Ζεὺς π. Pl.Lg. 921c
;Ἀρτέμιδος πολιηόχου A.R.1.312
; π. Ἀλεξανδρείας, title of Diocletian, OGI718.2 (Alexandria, iv A.D.): [full] πολίοχος (elsewh. known as pr. n. Πολίοχος) shd. be read in E.Rh. 166, 821.------------------------------------A greyhaired, PLond.1821.325.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιοῦχος
См. также в других словарях:
Παλλάς — coin bearing the head of Pallas fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 … Dictionary of Greek
πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 … Dictionary of Greek
Πάλλας — Πάλλᾱς , Πάλλας youth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλλας — πάλλᾱς , πάλλα ball fem acc pl πάλλᾱς , πάλλα ball fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паллада Aфина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского миpa. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Паллада Афина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского мира. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Паллант — (Πάλλας): 1) гигант, побежденный Афиной, кожей которого богиня покрыла свой щит. 2) Один из Титанов, сын Крия, супруг океаниды Стиксы. 3) Сын Ликаона, дед царя Эвандра, царь Аркадии. 4) Сын Эвандра, союзник Энея, убитый Турном. 5)… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Παλλάδα — Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλλάδας — Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλλάδι — Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)