Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φύσιν

  • 1 φύσιν

    φύς
    aor part act masc dat pl
    φύσις
    origin: fem acc sg
    φύω
    bring forth: aor part act masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > φύσιν

  • 2 φύσις

    φύσις [pron. full] [ῠ], , gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (
    A v.l. φύση) Pl.R. 410e, ([etym.] φύω):
    I origin,

    φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1

    (cf. Plu.2.1112a);

    φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c

    ;

    ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12

    ;

    φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16

    ; freq. of persons, birth,

    φύσει νεώτερος S.OC 1295

    , cf. Aj. 1301, etc.;

    φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134

    ; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;

    φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d

    ; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325

    ; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.
    2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,

    γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13

    .
    II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (

    οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33

    ): hence,
    1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)

    ἔδειξε Od.10.303

    ;

    φ. τῆς χώρης Hdt.2.5

    ;

    τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2

    , cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;

    τῆς τριχός X.Eq.5.5

    ; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,

    φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74

    ;

    αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134

    ;

    ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c

    ;

    ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11

    , etc.;

    ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28

    (Epist.Plotinae).
    2 outward form, appearance,

    μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38

    ; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;

    οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49

    (67);

    μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496

    ;

    τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε φράζε S.OT 740

    (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;

    τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071

    (troch.), cf. Nu. 503;

    τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75

    .
    3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;

    ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43

    ;

    φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7

    ;

    φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1

    .
    b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;

    ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5

    , al.;

    φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17

    .
    4 of the mind, one's nature, character,

    ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5

    ;

    εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874

    ; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;

    φ. φρενός E.Med. 103

    (anap.);

    ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76

    ;

    φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2

    ;

    ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168

    ; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;

    δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489

    ;

    ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441

    ;

    τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458

    (lyr.), cf. 1282 (lyr.);

    Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187

    ;

    ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19

    ; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;

    ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40

    ; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;

    τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18

    ;

    θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4

    : pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;

    οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c

    , cf. 375b, al.: prov.,

    ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a

    .
    b instinct in animals, etc., Democr.278;

    οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει Herm.

    ap. Stob.1.41.6;

    ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1

    , cf. 12.1.
    5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;

    χθονὸς φ. A.Ag. 633

    ; esp. in Pl.,

    ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b

    ;

    ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b

    ; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;

    ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c

    ;

    ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d

    , al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.
    III the regular order of nature,

    τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176

    ;

    κατὰ φύσιν Pl.R. 444d

    , etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.);

    κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεύς Pi.Fr. 169

    (cf. Pl.Grg. 488b);

    κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112

    ; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;

    παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18

    ; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (

    ἐν φ. Hp.

    Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;

    φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275

    , cf. 279, al.;

    ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3

    ; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;

    φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2

    ; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;

    τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44

    Ai 32 (Vorsokr.5);

    ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15

    ;

    τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492

    ;

    οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c

    ;

    φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79

    , cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;

    φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44

    Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b;

    οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν D.2.26

    ;

    τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36

    .
    IV in Philosophy:
    1 nature as an originating power,

    φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16

    ;

    ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33

    ; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;

    ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8

    , cf. Mete. 381b5, etc.;

    φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123

    ;

    ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44

    ; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,

    χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469

    ;

    Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12

    ;

    ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14

    .
    2 elementary substance,

    κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c

    , cf. Arist.Fr.52 (defined as

    τὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3

    );

    τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33

    : pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;

    ἄτομοι φ.

    atoms,

    Democr.

    ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;

    ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83

    .
    3 concrete, the creation, 'Nature',

    ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910

    (anap.);

    περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c

    ; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;

    [σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a

    ;

    περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13

    (anap.); so later,

    ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1

    ;

    τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8

    ; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.
    4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.
    V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);

    ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c

    , cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.
    b of plants or material substances,

    φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49

    ;

    ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4

    .
    VI kind, sort, species,

    ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165

    (anap.);

    ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d

    ; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).
    VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)

    κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062

    , cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence,
    2 the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix. 89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: esp. of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύοφ., of the testes, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσις

  • 3 φύσις

    φύσις, εως, ἡ (φύω; Hom.+)
    condition or circumstance as determined by birth, natural endowment/condition, nature, esp. as inherited fr. one’s ancestors, in contrast to status or characteristics that are acquired after birth (Isocr. 4, 105 φύσει πολίτης; Isaeus 6, 28 φύσει υἱός; Pla., Menex. 245d φύσει βάρβαροι, νόμῳ Ἕλληνες; Just., A I, 1, 1 Καίσαρος φύσει υἱῷ; SIG 720, 3; OGI 472, 4; 558, 6 al.; PFay 19, 11.—Theoph. Ant. 1, 13 [p. 86, 16]) ἡμεῖς φύσει Ἰουδαῖοι Gal 2:15 (cp. Ptolemaeus, Περὶ Ἡρῴδου τ. βασιλέως: no. 199 Jac. [I A.D.] Ἰουδαῖοι … ἐξ ἀρχῆς φυσικοί; Jos., Ant. 7, 130; φύσει Λιμναίου IK XXXVII, 15, 3 of the birth daughter of L. in contrast to her adoptive relationship w. one named Arsas). ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία the uncircumcision that is so by nature (a ref. to non-Israelites, who lack the moral cultivation of those who are circumcised and yet ‘observe the upright requirements of the law’ [Ro 2:26]. Israelites who violate their responsibilities to God, despite their privileged position indicated by receipt of circumcision and special revelation, run the risk of placing themselves in the condition of the uncircumcised) Ro 2:27. ἤμεθα τέκνα φύσει ὀργῆς we were, in our natural condition (as descendants of Adam), subject to (God’s) wrath Eph 2:3 (the position of φύσει betw. the two words as Plut., Mor. 701a; DTurner, Grace Theological Journal 1, ’80, 195–219). The Christians of Tralles have a blameless disposition οὐ κατὰ χρῆσιν, ἀλλὰ κατὰ φύσιν not from habit, but by nature ITr 1:1 (here the contrast is between perfunctory virtue and spontaneous or instinctive behavior; Pindar sim. extolled the virtues of athletes who, in contrast to those w. mere acquired learning, reflected their ancestral breeding for excellence: O. 7, 90–92; P. 10, 11–14; N. 3, 40–42; 6, 8–16). οἱ κατὰ φύσιν κλάδοι the natural branches Ro 11:21, 24c. ἡ κατὰ φύσιν ἀγριέλαιος a tree which by nature is a wild olive vs. 24a; opp. παρὰ φύσιν contrary to nature vs. 24b; s. lit. s.v. ἀγριέλαιος and ἐλαία 1. On κατὰ and παρὰ φύσιν s. MPohlenz, Die Stoa I ’48, 488c.
    the natural character of an entity, natural characteristic/disposition (χρυσὸς … τὴν ἰδίαν φ. διαφυλάττει Iren. 1, 6, 2 [Harv. I 55, 2]; Hippol., Ref. 5, 8, 12) ἡ φύσις ἡ ἀνθρωπίνη human nature (Pla., Tht. 149b, Tim. 90c; Aristot. 1286b, 27; Epict. 2, 20, 18; Philo, Ebr. 166 al.; Aelian, VH 8, 11 τῶν ἀνθρώπων φύσις θνητή; TestJob 3:3 ἡ ἀνθρωπίνη φ.; Orig., C. Cels. 1, 52, 13; Just., A II, 6, 3 τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων) Js 3:7b (unless the sense should be humankind, s. 4 below). Euphemistically: παρθένος ἐγέννησεν, ἃ οὐ χωρεῖ ἡ φύσις αὐτῆς while remaining a virgin, a virgin has had a child or a virgin has given birth, something that does not accord w. her natural condition (as a virgin) GJs 19:3. τὸ ἀδύνατον τῆς ἡμετέρας φύσεως the weakness of our nature Dg 9:6. θείας κοινωνοὶ φύσεως sharers in the divine nature 2 Pt 1:4 (cp. ὅσοι φύσεως κοινωνοῦντες ἀνθρω[πίν]ης IReisenKN, p. 371, 46f; Jos., C. Ap. 1, 232 θείας μετεσχηκέναι φύσεως; Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 26 of Dionysus: πρὶν εἰς θεῶν φύσιν ἐλθεῖν=before he attained to the nature of the gods; Ar. 13, 5 μία φ. τῶν θεῶν. Difft. AWolters, Calvin Theological Journal 25, ’90, 28–44 ‘partners of the Deity’).—Also specif. of sexual characteristics (Diod S 16, 26, 6 originally παρθένοι prophesied in Delphi διὰ τὸ τῆς φύσεως ἀδιάφθορον=because their sexuality was uncorrupted. φύσις of sex and its change Dicaearchus, Fgm. 37 W.; ἑρμαφροδίτου φ. Iren. 1, 11, 5 [Harv. I 108, 8]. Obviously φ. also has the concrete mng. ‘sex organ’: Nicander, Fgm. 107; Diod S 32, 10, 7 φ. ἄρρενος corresponding to φ. θηλείας following immediately; Anton. Lib. 41, 5; Phlegon: 257 Fgm. 36, 2, 1 Jac.). In the context of Mary’s virginal delivery ἐραυνήσω τὴν φύσιν αὐτῆς= I will examine whether she remains a virgin GJs 19:3b; 20:1 (where Tdf. with codd. reads ἔβαλε Σαλώμη τὸν δάκτυλον αὐτῆς εἰς τὴν φύσιν αὐτῆς [cp. J 20:25]). The hyena παρʼ ἐνιαυτὸν ἀλλάσσει τὴν φύσιν changes its nature every year, fr. male to female and vice versa B 10:7 (s. ὕαινα). Polytheists worship τοῖς φύσει μὴ οὖσιν θεοῖς beings that are by nature no gods at all Gal 4:8 (s. CLanger, Euhemeros u. die Theorie der φύσει u. θέσει θεοί: Αγγελος II 1926, 53–59; Mel., P. 8, 58 φύσει θεὸς ὢν καὶ ἄνθρωπος; Synes., Prov. 1, 9 p. 97c τοῖς φύσει θεοῖς; Diod S 3, 9, 1 differentiates between two kinds of gods: some αἰώνιον ἔχειν κ. ἄφθαρτον τὴν φύσιν, others θνητῆς φύσεως κεκοινωνηκέναι κ. διʼ ἀρετὴν … τετευχέναι τιμῶν ἀθανάτων=some ‘have an everlasting and incorruptible nature’, others ‘share mortal nature and then, because of their personal excellence, … attain immortal honors’).—ὅταν ἔθνη φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῶσιν when gentiles spontaneously (i.e. without extraneous legal instruction; cp. the prophetic ideal Jer 31:32–34) fulfill the demands of the (Mosaic) law Ro 2:14 (s. WMundle, Theol. Blätter 13, ’34, 249–56 [the gentile as Christian under direction of the πνεῦμα]; difft. s. 3 below).
    the regular or established order of things, nature (Ar. 4, 2 κατὰ ἀπαραίτητον φύσεως ἀνάγκην=in accordance with the non-negotiable order of things; Ath. 3, 1 νόμῳ φύσεως) μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν they exchanged the natural function for one contrary to nature Ro 1:26 (Diod S 32, 11, 1 παρὰ φύσιν ὁμιλία; Appian, Bell. Civ. 1, 109 §511; Athen. 13, 605d οἱ παρὰ φύσιν τῇ Ἀφροδίτῃ χρώμενοι=those who indulge in Aphrodite contrary to nature; TestNapht 3:4; Philo, Spec. Leg. 3, 39 ὁ παιδεραστὴς τὴν παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκει=a lover of boys pursues unnatural pleasure; Jos., C. Ap. 2, 273; Tat. 3:4; Ath. 26, 2; on φ. as definer of order s. JKube, ΤΕΧΝΗ und ΑΡΕΤΗ ’69, esp. 44–46; on relation to κτίσι in Paul, s. OWischmeyer, ZTK 93, ’96, 352–75). ὅταν ἔθνη φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῶσιν when gentiles fulfil the law’s demands by following the natural order (of things) Ro 2:14 (cp. Ltzm., Hdb., exc. on Ro 2:14–16; but s. 2 above). ἡ φύσις διδάσκει ὑμᾶς 1 Cor 11:14 (Epict. 1, 16, 9f; Plut., Mor. 478d; Synes., Calv. [Baldhead] 14 p. 78c φύσις as well as νόμος prescribes long hair for women, short hair for men.—Ltzm., Hdb. ad loc.). τὸ ὄνομα, ὸ̔ κέκτησθε φύσει δικαίᾳ the name which you bear because of a just natural order IEph 1:1 (s. Hdb. ad loc.—τῇ φ. τὸ ἀγαθὸν ἀνώφορόν ἐστιν Did., Gen. 21, 5.—JKleist, transl. ’46, 119 n. 2 suggests ‘natural disposition’).—RGrant, Miracle and Natural Law ’52, 4–18.
    an entity as a product of nature, natural being, creature (X., Cyr. 6, 2, 29 πᾶσα φύσις=every creature; 3 Macc 3:29.—Diod S 2, 49, 4 plants are called φύσεις καρποφοροῦσαι; 3, 6, 2 θνητὴ φ.= a mortal creature. Ps.-Callisth. 1, 10, 1 ἀνθρωπίνη φ. = a human creature. It can also mean species [X. et al.; 4 Macc 1:20; Philo] and then at times disappear in translation: Ps.-Pla, Epin. 948d ἡ τῶν ἄστρων φύσις=the stars; X., Lac. 3, 4 ἡ τῶν θηλειῶν φύσις=the women; Aristot., Part. An. 1, 5 περὶ τῆς ζῳϊκῆς φ.=on animals) πᾶσα φύσις θηρίων κτλ. Js 3:7a. Also prob. ἡ φ. ἡ ἀνθρωπίνη humankind 3:7b; s. 2 above.—Kl. Pauly IV 841–44 (lit.).—DELG s.v. φύομαι C 6. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φύσις

  • 4 ἀλλά

    ἀλλά A not combined with another particle.
    1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denial

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96

    οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37

    ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45

    εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186

    ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30

    κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35

    οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.

    20.

    δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128

    ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.
    2 without preceding negative; modifying a previous statement
    a

    ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54

    οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλP. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83

    ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132

    ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157

    ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    [ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]

    ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι

    φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    (Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.

    ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72

    σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.
    b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    c simply introducing a new attitude

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

    ἀλλεὔχεται P. 4.293

    3 introducing imperative, simm.
    a imperative proper.

    ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6

    ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-

    θμὸν O. 7.87

    ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.152

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35
    b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.
    c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35
    d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7

    4 in various minor uses.
    a introducing statement of intent by poet

    ἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74

    , cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.
    b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73
    c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεταιO. 1.84

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    B compounded with other particles.
    1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.
    a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.
    b emphasising a main point in contrast to preceding: yet

    εἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55

    οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53

    ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναιP. 4.32

    χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16

    (an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16
    c emphasising a maxim, breaking off narrative.

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.
    2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yet

    ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37

    3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77

    4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.
    5

    ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    C
    b dub. [ ἀλλὰ καὶ (coni. Hermann: ἅμα codd. contra metr.) O. 1.104] [ ἀλλὰ (codd. contra met.: ἄνα Kayser: ἄγε Maas.) O. 13.114] [ ἢ πόντου κενέωσιν ἀλλὰ πέδον (codd. Dion. Hal. contra metr.: <˘> ἂμ Hermann.) Pae. 9.16]

    Lexicon to Pindar > ἀλλά

  • 5 φύσις

    1 nature (of the body): bodily form

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι (sc. Μέλισσος) I. 4.49

    Lexicon to Pindar > φύσις

  • 6 βίαιος

    βίαιος [ῐ], α, ον, also ος, ον Pl.R. 399a, Philostr.VA1.33: ([etym.] βία):—
    A forcible, violent: Adj. once in Hom.,

    ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236

    , Adv. twice, by force, perforce,

    κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος 2.237

    ;

    γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως 22.37

    ; freq. in all writers,

    ἔργα β. Thgn. 1343

    ;

    νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον Pi.Fr. 169

    ; of persons,

    βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36

    ;

    χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176

    ; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.;

    β. νόσος S.Ant. 1140

    (lyr.);

    β. ἄνεμος Arist.Mete. 370b9

    ;

    ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.

    ([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg. 914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN 1131a8;

    κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg. 934c

    . Adv.

    βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26

    ; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag. 182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,

    σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1

    : neut. pl. as Adv., A.Supp. 821 (lyr.);

    πρὸς τὸ β. Id.Ag. 130

    ;

    ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36

    .
    2 esp. of magic,

    β. τέχνη Philostr.VA1.33

    . Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.
    II [voice] Pass., forced, constrained, opp.

    ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c

    ; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph. 254a9, cf. Pl.Ti. 64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN 1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol. 1338b41; πόνοι μὴ β. ib. 1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN 1096a6;

    βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d

    . Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph. 253b34: [comp] Comp.

    - οτέρως Gal.17(1).19

    .
    2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βίαιος

  • 7 κατά

    κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—
    A downwards.
    A WITH GEN.,
    I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;

    κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128

    ; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;

    δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438

    ;

    ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355

    ;

    ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17

    ;

    κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c

    ;

    κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a

    :— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:

    Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82

    (but perh. in sense 11.1).
    1 down upon or over,

    κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217

    ; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;

    τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580

    ; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]

    κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330

    ; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;

    νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713

    ;

    κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177

    ; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;

    ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10

    ;

    οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7

    ;

    ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256

    ; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.
    b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.
    2 down into,

    νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39

    ; of a dart,

    κ. γαίης ᾤχετο 13.504

    , etc.;

    ἔθηκε κατ' ὄχθης μείλινον ἔγχος 21.172

    ;

    ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100

    ; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]

    δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.

    113c, cf. Ti. 25d;

    κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007

    (anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;

    οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689

    , etc.;

    θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475

    (lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.
    3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;

    κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9

    .
    4 of vows or oaths, by,

    καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26

    , cf. 54.38;

    ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13

    ; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;

    κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16

    ; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;

    κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22

    .
    b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,

    κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660

    .
    5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;

    κ. πάντων φύεσθαι D.18.19

    ; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;

    ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7

    ;

    λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65

    , cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);

    δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6

    , cf. 18.
    6 of Time, for,

    μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37

    ; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;

    κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20

    ([place name] Larissa ) (but

    κ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72

    falls under 7);

    κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7

    .
    7 in respect of, concerning,

    μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d

    ;

    κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b

    ; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;

    εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10

    ;

    εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d

    , cf. 74b;

    ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2

    ; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; so

    κ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13

    : and in Adv. καθόλου (q.v.).
    B WITH Acc.,
    I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.
    2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,

    καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344

    ; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;

    κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64

    ; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;

    κ. πτόλιν Od.2.383

    ; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;

    πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512

    ; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;

    τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16

    , etc. (in later Gr.of motion to a place,

    κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1

    );

    καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578

    ;

    κ. πτόλιν Id.Th.6

    ;

    αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169

    ;

    τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157

    , etc.;

    κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54

    ;

    τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528

    , cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,

    οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7

    : freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;

    νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46

    ;

    οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339

    ; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,

    ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125

    : generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.
    3 opposite, over against,

    κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76

    , cf. 2.148, Th.2.30, etc.;

    ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505

    ;

    μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573

    ;

    κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11

    ;

    οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18

    ; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;

    ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15

    , cf. D.L.7.108.
    II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;

    ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25

    ;

    αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013

    ; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:

    στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a

    ; later

    οἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72

    (i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;

    ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20

    (ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).
    2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;

    κ. μῆνα POxy.275.18

    (i A.D.).
    3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later

    τὸ καθ' ἕν

    detailed list,

    PTeb.47.34

    (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113;

    δύο μνέαι τεταγμέναι κατ' ἄνδρα αἰχμάλωτον ἕκαστον Id.6.79

    ;

    ἐκ τῶν συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους Id.8.113

    ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;

    κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον

    in separate sums of

    200

    and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;

    κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12

    , cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.
    III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.

    ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152

    ;

    ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424

    ;

    ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32

    , cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;

    ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70

    ; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;

    κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31

    ;

    καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2

    ; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.
    2 of pursuit,

    κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89

    ; simply κ. τινά after him, Id.1.84;

    ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53

    ; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);

    ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b

    .
    3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.
    IV of fitness or conformity, in accordance with,

    κ. θυμόν Il.1.136

    ; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;

    κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97

    ; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;

    κ. νόμον Hes.Th. 417

    ;

    κὰν νόμον Pi.O.8.78

    ;

    κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15

    ; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;

    κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30

    , cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;

    κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8

    , etc.; in quotations, according to,

    κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134

    ;

    κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b

    , etc.
    2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;

    τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31

    ; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;

    τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7

    (Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.
    3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;

    μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67

    ; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;

    οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425

    ;

    λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925

    ; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);

    τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5

    ;

    οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169

    ;

    ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3

    : freq. after a [comp] Comp.,

    μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38

    , cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.
    V by the favour of a god, etc.,

    κ. δαίμονα Pi.O.9.28

    , cf. P.8.68;

    κ. θεῖον Ar.Eq. 147

    codd. (κ. θεὸν Cobet);

    κ. τύχην τινά D.48.24

    .
    VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,

    κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600

    years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.
    VII of Time, during or in the course of a period,

    κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137

    ; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;

    κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221

    ; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).
    2 about,

    κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131

    , etc.;

    κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58

    ; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;

    κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67

    ; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)

    ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146

    (v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον)

    ; κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8

    ; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.
    3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).
    VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.
    C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.
    D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.
    I downwards, down, as in

    καταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1

    .
    II in answer to, in accordance with, as in κατᾴδω ( occino), καταινέω, καταθύμιος.
    III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.
    IV back, back again, as in

    κάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11

    .
    V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.
    VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.
    VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in

    καταγιγνώσκω 1

    .
    F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.
    ------------------------------------
    κατά [(B)],
    A = κατὰ τά, IG22.334.15; cf. κά. [full] κᾆτα, [dialect] Att. crasis for καὶ εἶτα, v. εἶτα sub fin. [full] κατάβα, for κατάβηθι, [tense] aor. 2 imper. of καταβαίνω.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατά

  • 8 κατάστασις

    I trans., settlement, establishment, institution,

    χορῶν A.Ag.23

    , cf. Ar. Th. 958;

    πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188

    ; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.
    2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;

    τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2

    , etc.;

    αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d

    .
    b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).
    3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.
    4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.
    5 pleading of a case,

    τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55

    (iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;

    αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2

    ; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.
    6 settling, quieting, calming,

    εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27

    ; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.)

    ὀργῆς Id.Rh. 1380a8

    ;

    πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d

    ;

    κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e

    ; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).
    7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [

    ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34

    .
    8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.
    II intr., standing firm, settled condition, fixedness,

    κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247

    .
    2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;

    ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83

    ;

    ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495

    ; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;

    αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15

    ;

    ἀέρος Thphr.HP8.8.7

    ;

    λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1

    , Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;

    θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4

    ;

    κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4

    ; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;

    κ. κακῶν E.Hipp. 1296

    ; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;

    τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b

    ;

    οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7

    ; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.
    3 settled order or method, system,

    ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278

    ; esp. of political constitutions,

    ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173

    ;

    Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92

    .

    β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c

    ;

    κ. πολιτείας Id.Lg. 832d

    , Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;

    ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55

    , cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;

    τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741

    ([place name] Aphrodisias);

    ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b

    .
    4 position of troops in battle, Plb.2.68.9.
    5 Gramm., construction,

    ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3

    (but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις

  • 9 μεταλλάσσω

    μεταλλάσσω, [dialect] Att. [suff] μετάλλ-ττω, [tense] pf. μετήλλᾰχα and irreg. μετήλλᾰγα (v. infr.):—[voice] Pass., irreg. [tense] aor. 2 inf.
    A

    μεταλλάγειν Supp.Epigr.3.674A24

    (Rhodes, ii B. C.):—change, alter,

    θέσμια Hdt.1.59

    ;

    τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται.. μεταλλάσσουσι S.Fr.592.6

    ; πότμος.. μ. φύσιν ib.871.2;

    μεταβολὴν βίου μ. Pl.Lg. 775c

    ;

    οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μετήλλαξεν Aeschin.3.78

    ;

    μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει Ep.Rom.1.25

    ;

    πόνου μεταλλαχθέντος οἱ πόνοι γλυκεῖς S.Fr. 374

    ; τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν interchanged them, Isoc.4.59.
    1 take in exchange, adopt, assume,

    ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν Ar.Av. 117

    ; μ. τόπον go into a new country, Pl.Lg. 760c;

    μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας Id.Prm. 138c

    ;

    ἑτέραν μ. τινὰ χώραν Lycurg. 86

    ; μ. διάφορα βρώματα to have varieties of food, Antiph.246:— [voice] Med.,

    μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα Lys.Fr.21

    ;

    τὴν τύχην Din.1.92

    .
    2 exchange by leaving, quit,

    μ. τὸν βίον Isoc.6.17

    , 9.15, OGI56.55 (Canopus, iii B. C.), UPZ19.14, al. (ii B. C.);

    τὸ ζῆν μ. νόσῳ Phld.Acad.Ind. p.96

    M.: μ. alone, Pl.Ax. 367c, Sotion p.185 W., Abh.Berl.Akad. 1925(5).28 (Cyrene, i B. C. /i A. D.); οἱ μετηλλαχότες the dead, Pl.Ax. 369b, cf. Supp.Epigr.3.367.39 ([dialect] Boeot., ii B. C.), BGU1148.8 (i B. C.), etc.; [dialect] Dor.

    μεταλλαχώς Test.Epict.1.10

    ; μεταλλαγότων (sic) IG5(1).1433.37; also οἱ μεταλλάξαντες ib.22.1323.10;

    ἐξ ἀνθρώπων D.S. 18.56

    (edict of Polyperchon, 319 B.C.).
    III intr., undergo a change, change, Epich.170.15, Hdt.2.77, E.Fr. 262, Arist.HA 578b10: with neut. Pron.,

    τοσοῦτο μετήλλαξε κατὰ τὸν βίον Phld.Acad.Ind. p.49

    M.: c. gen., change from, Th.8.70.
    IV substitute, transfer,

    τινὰς εἰς τήν τινων χώραν Pl.Ti. 19a

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλάσσω

  • 10 παρυπόστασις

    A coordinate or parallel existence, Porph.Sent.44 (pl.), Procl. in R.1.38 K., al. ; by-product,

    ἐκτροπὴ καὶ π. ἐστι τοῦ κατὰ φύσιν τὸ παρὰ φύσιν Simp.in Cael.429.34

    , cf. in Ph.1262.8.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρυπόστασις

  • 11 πρός

    πρός, Prep., expressing direction,
    A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:
    I of Place, from,

    ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29

    ;

    τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037

    (v.l.).
    2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;

    εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154

    ;

    ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120

    ;

    ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62

    , etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;

    οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101

    ; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;

    π. Πλαταιῶν Th. 3.21

    ;

    π. Νεμέας Id.5.59

    ; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,

    π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122

    ;

    τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121

    , cf. 4.17.
    3 before, in presence of,

    μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339

    ;

    οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188

    ; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,
    b in the eyes of,

    ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71

    , cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);

    ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286

    .
    4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,

    σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67

    ;

    π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839

    (lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;

    π. τοῦ Διός Id.Av. 130

    : less freq. with other words,

    π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39

    ;

    π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14

    ;

    μὴ π. γενείου S.El. 1208

    ;

    μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515

    (lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;

    π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45

    ;

    ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a

    , cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,

    π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468

    ;

    μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324

    .
    5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;

    Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17

    , cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;

    ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25

    ;

    οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23

    ; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;

    ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125

    .
    II of effects proceeding from what cause soever:
    1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,

    ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85

    , cf. 1.160, etc.;

    τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302

    ;

    δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90

    ;

    ἄνθεα τιμῆς πρὸς θνητῶν ἀνελέσθαι Emp.4.7

    ;

    φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59

    ;

    τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550

    , cf. S.Aj. 527;

    λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45

    ;

    κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139

    , etc.;

    μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13

    : with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;

    ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57

    ; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;

    ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429

    ;

    οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47

    ; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; also

    λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120

    ; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;

    π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269

    , cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;

    τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209

    ;

    αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111

    ;

    ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650

    : with an Adj. or Subst.,

    τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162

    ;

    ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139

    ;

    ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919

    ;

    ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297

    ;

    πειθὼ π. τινός S.El. 562

    ;

    π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514

    ; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);

    ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144

    : with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.
    2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.
    III of dependence or close connexion: hence,
    1 dependent on one, under one's protection,

    π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207

    ,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.
    2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;

    π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57

    .
    IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,

    τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153

    , cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;

    οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581

    , cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;

    π. σοῦ ἐστι Id.HF 585

    , etc.;

    οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11

    , etc.: of qualities, etc.,

    π. δυσσεβείας A.Ch. 704

    ; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;

    οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59

    ; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;

    εἰ τόδε π. τρόπου λέγω

    correctly,

    Id.R. 470c

    ; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;

    τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14

    ([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;

    π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7

    ; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.
    B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,

    ποτὶ γαίῃ Od.8.190

    , 11.423;

    ποτὶ γούνασι Il.5.408

    ; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί)

    ; πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86

    ; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;

    δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15

    ;

    νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210

    ;

    π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371

    ;

    π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95

    ;

    π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180

    (lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;

    π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808

    ;

    π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34

    ; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')

    αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79

    ;

    τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105

    ;

    αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1

    ; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;

    τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13

    , cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.
    2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;

    ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18

    ;

    π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28

    .
    3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,

    ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245

    , Od.2.80;

    με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415

    , cf. 7.279, 9.284;

    νῆας ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν 3.298

    , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;

    ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35

    .
    4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;

    προτὶ οἷ εἷλε 21.507

    ;

    πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329

    ;

    προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111

    ; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;

    π. τινί

    close to,

    Men. Epit. 204

    .
    II to express close engagement, at the point of,

    π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169

    ; engaged in or about,

    π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c

    , cf. Phdr. 249c, 249d;

    ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176

    ;

    ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22

    ; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (but

    π. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6

    );

    ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127

    ;

    π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74

    ; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);

    ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7

    , cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;

    ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2

    , cf.709.1 (ii B. C.).
    III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;

    π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα

    in addition to,

    A.Pr. 323

    , cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;

    ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90

    ; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;

    δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45

    ;

    τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774

    ; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;

    π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b

    ; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,

    π. τούτῳ Hdt.1.31

    ,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.
    C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:
    I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,

    ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420

    ; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;

    ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239

    ; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;

    ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374

    ;

    βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71

    ;

    κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147

    ; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.
    2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;

    ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435

    ;

    ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127

    ;

    ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342

    ;

    ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334

    ;

    πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395

    ;

    π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278

    ;

    τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931

    ; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,

    ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3

    ;

    ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1

    ; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;

    ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς

    beside,

    Supp.Epigr.6.106

    ([place name] Cotiaeum).
    b of addition,

    ποὶ τὰν στάλαν ποιγραψάνσθω τάδε SIG56.46

    (Argos, v B. C.);

    ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63

    , cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.
    3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,

    ἰδεῖν π. τινά Od.12.244

    , al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;

    ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44

    ; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;

    ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240

    ;

    στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477

    ; so in Prose,

    π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201

    , cf. 4.40;

    π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149

    ; also

    ἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22

    (v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;

    π. τὸ λύχνον Hippon.22

    Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;

    πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751

    ;

    πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d

    , cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.
    4 in hostile sense, against,

    π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471

    ;

    ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378

    ; π. δαίμονα against his will, 17.98;

    βεβλήκει π. στῆθος 4.108

    ;

    γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303

    ;

    χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88

    ;

    π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304

    ;

    ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65

    ;

    ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118

    ;

    ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c

    ;

    ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18

    : also in argument, in reply to,

    ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c

    ; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;

    μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34

    .
    5 without any hostile sense,

    π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155

    ,cf.5.274,11.403,17.200;

    π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584

    ; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;

    ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267

    ;

    μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19

    , etc.;

    ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60

    codd.;

    ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632

    , Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,

    διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45

    ; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;

    π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d

    ; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;

    ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285

    .
    b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.
    6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;

    ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19

    ; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;

    ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59

    ;

    γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82

    , cf. Hdt. 1.61;

    π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22

    ;

    π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51

    ;

    π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491

    ; also

    σαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82

    , cf. O.4.6;

    παίζειν πρός τινας E.HF 952

    , etc.;

    ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14

    ;

    ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86

    ;

    εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340

    ; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;

    κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c

    ;

    π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2

    ; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);

    ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8

    (Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.
    b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;

    ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10

    ;

    ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23

    ;

    τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314

    , cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;

    φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13

    ([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;

    τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23

    , cf. 16.10;

    τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12

    , cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.
    7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,

    τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8

    (Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,

    ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14

    ;

    ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19

    codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25;

    ὀμόσαντες πὸ (τ) τὸν θεόν Schwyzer 418.11

    ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;

    τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1

    ; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); also

    διαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31

    , cf. D.7.33.
    II of Time, towards or near a certain time, at or about,

    ποτὶ ἕσπερα Od.17.191

    ;

    ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552

    ;

    πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a

    ;

    ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22

    ;

    π. ἡμέραν Id.An.4.5.21

    ;

    π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089

    ; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii);

    πρὸς ἕω Ar.Ec. 312

    ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.
    III of Relation between two objects,
    1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;

    μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37

    ;

    οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..

    in respect of..,

    Arist.APr. 24a25

    , cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);

    π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28

    ; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;

    λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1

    D.;

    π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8

    (iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);

    ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168

    , cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);

    π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.

    s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,

    ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14

    , etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.
    2 in reference to, in consequence of,

    πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52

    , cf. 4.161;

    π. τὴν φήμην

    in view of..,

    Id.3.153

    , cf. Th.8.39;

    χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59

    ;

    ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4

    , etc.: with neut. Pron.,

    π. τί;

    wherefore? to what end?

    S.OT 766

    , 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;

    π. ταῦτα

    therefore, this being so,

    Hdt.5.9

    ,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.
    3 in reference to or for a purpose,

    ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057

    ; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;

    ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174

    , cf. OC71, Tr. 1182;

    ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12

    ;

    ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21

    ;

    ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60

    ; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;

    ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7

    .
    b with a view to or for a future time,

    ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62

    (Senatus consultum, ii B. C.);

    θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13

    .
    c = πρός B. 11,

    ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8

    ;

    ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3

    , cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.
    4 in proportion or relation to, in comparison with,

    κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34

    ;

    ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35

    ;

    π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94

    , 8.44;

    πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10

    , cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;

    τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68

    ;

    ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50

    ; also

    ἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3

    ;

    ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39

    : also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)

    ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2

    , cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;

    πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19

    ; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,

    π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a

    ; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);

    τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42

    (Ephesus, iii B. C.);

    θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16

    (Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);

    τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1

    , cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);

    ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6

    (Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);

    οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b

    ; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); so

    ἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a

    ; of measurements of time by the flow from the clepsydra,

    π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126

    , cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;

    λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17

    (Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;

    π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8

    ;

    π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30

    ; hence later, π. ὀλίγον for a short time,

    ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1

    , cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;

    μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4

    ([place name] Ptolemaic);

    π. βραχύ Jul.Or.1.47b

    (but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);

    π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21

    .

    κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3

    ;

    π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101

    , cf. Sor.1.56;

    π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8

    (ii A. D.);

    π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399

    (ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;

    προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89

    .
    5 in or by reference to, according to, in view of,

    π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20

    , cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;

    π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47

    ;

    ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17

    , cf. 314, etc.;

    εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22

    ; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;

    ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32

    ;

    π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63

    ; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;

    π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα

    according to..,

    E.Hipp. 701

    ; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;

    ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9

    , cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.
    6 with the accompaniment of musical instruments,

    π. κάλαμον Pi.O.10(11).84

    ; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;

    π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13

    (Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.
    7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,

    νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20

    (s.v.l.);

    π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73

    ;

    τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735

    ; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);

    π. τὸ βίαιον A.Ag. 130

    (lyr.);

    π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214

    ; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);

    οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8

    ,19;

    π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

    ;

    π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494

    ; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;

    οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13

    ;

    ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15

    , cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;

    πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e

    ; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,

    μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1

    , cf. S.OT 1152;

    π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3

    , etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,

    π. χ. βορᾶς S.Ant.30

    , cf. Ph. 1156 (lyr.);

    π. ἰσχύος χ.

    by means of,

    E.Med. 538

    ; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);

    π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23

    , etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;

    π. εὐσέβειαν Id.El. 464

    ; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;

    π. φύσιν Id.Tr. 308

    ; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;

    π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1

    ; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;

    π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2

    ; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.
    8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.
    D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;

    π. δὲ ἔτι Id.3.74

    ;

    καὶ π. Id.7.154

    , 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;

    καὶ π. γε E.Hel. 110

    , Pl.R. 328a, 466e;

    καὶ.. γε π. A.Pr.73

    ;

    καὶ δὴ π. Hdt.5.67

    ; freq. at the end of a second clause,

    τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622

    ;

    ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e

    , cf. E.Ph. 610;

    ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28

    , cf. 22.60.
    I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.
    II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.
    III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.
    F REMARKS,
    1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,

    ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653

    , cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)

    σφέτερον Il.17.419

    , cf. Pi.O.4.5.
    2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis.
    3 sts. (in violation of the rule given by A.D.Synt.127.8, Pron.42.5) followed by an enclit. Pron.,

    πρός με S.Aj. 292

    , Ar.Pl. 1055, D.18.14 (v.l.), Men.978, Pk.77, Com.Adesp.15.25 D., 22.68 D., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρός

  • 12 προτερέω

    προτερ-έω (irreg. augm. προετέρουν, προετέρησα, PSI4.422.34 (iii B.C.), D.S.11.73, 15.53, al.),
    A to be before, be in advance, Hdt.9.57; π. τῆς ὁδοῦ to be forward on the way, ib.66.
    2 of Time, to be beforehand with, get the start of, precede, opp.

    ὑστερέω, π. τῇ γενέσει τί τινος Arist.GA 741b35

    , cf. 775a26;

    ἡ ὄψις π. τῆς ἀκοῆς Id.Mete. 369b9

    ;

    π. ἀστραπὴ βροντῆς Epicur. Ep.2p.46U.

    ; of abnormally precocious animals, Arist.HA 544b21; π. τοῖς χρόνοις to be earlier in date, D.S.3.52, etc.; of plants, to be early, opp. ὑστερέω, Thphr.CP3.24.2; π. εἰς τὴν φθοράν perish first, ib.4.2.1; of constellations,

    π. ἐν ταῖς ἀνατολαῖς τῶν κατ' αὐτὰ δωδεκατημορίων Hipparch.2.4.4

    .
    3 to be beforehand, take the lead, Th.1.33; οὐδὲν προτερήσετε you will gain no advantage, Philipp. ap. D.18.39; ὁ πατήρ μου προετέρει παρὰ πάντας τοὺς ἐκεῖ outstripped them all (as a farmer), PSIl.c.; of soldiers, to be superior, have the advantage, Plb. 11.14.4, al.;

    κατὰ τὴν συμπλοκήν Id.3.110.6

    ;

    ταῖς εὐκινησίαις ἐν τοῖς διωγμοῖς D.S.3.49

    ; π. τῆς γνώμης carry one's motion, Id.15.53: c. gen., have the advantage over, τὰ κακὰ τῶν ἀνὰ μέσον π. Chrysipp.Stoic.3.188;

    πλοῦτον -οῦντα πενίας Phld.Rh.1.236

    S.;

    οὐδὲ τὸ παρὰ φύσιν π. τῆς φύσεως Sallust.17

    (cj. for πρότερον ἔχει):—[voice] Pass., to be defeated,

    ἐπροτερήθης διὰ τοῦ δικαστηρίου IG5(2).443.35

    ([place name] Megalopolis).
    II c. acc., go beyond, surpass,

    στοργᾷ φύσιν ἐπροτέρησεν IPE2.299.9

    ([place name] Panticapaeum).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτερέω

  • 13 φέρω

    φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.
    A

    ἤφεραν IG3.1379

    ), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.

    φέρτε Il.9.171

    ; [ per.] 2sg. subj.

    φέρῃσθα Call.Dian. 144

    ; [ per.] 3sg. subj.

    φέρῃσι Il.18.308

    , Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.

    φερέμεν Il.9.411

    , al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.

    φέρον 3.245

    ; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.
    II [tense] fut.

    οἴσω Il.7.82

    , etc.; [dialect] Dor.

    οἰσῶ Theoc.3.11

    ; [ per.] 1pl.

    οἰσεῦμες Id.15.133

    ; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.

    οἶσε Od.22.106

    , 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;

    οἰσέτω Il.19.173

    , Od.8.255; [ per.] 3pl.

    οἰσόντων Antim.15

    ; inf.

    οἴσειν Pi.P.4.102

    , [dialect] Ep.

    οἰσέμεν Od.3.429

    ,

    οἰσέμεναι Il.3.120

    , Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.

    οἶσαι Ph.1.611

    codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.

    οἴσομαι Il.22.217

    , S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.

    οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7

    , al.): [tense] fut. [voice] Pass.

    οἰσθήσομαι D.44.45

    , Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.

    προοῖσται Luc.Par.2

    ; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).
    III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg.

    ἤνεγκον S.OC 521

    (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, but

    ἤνεγκα S.El. 13

    , E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always

    ἤνεγκας Ar.Av. 540

    (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dual

    δι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b

    ; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.

    ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37

    , al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg.

    ἔνεγκε E. Heracl. 699

    , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg.

    ἐνεγκάτω Ar. Pax 1149

    (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; but

    ἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33

    , 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.

    ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847

    : subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg.

    ἐνέγκαιμι E.Hipp. 393

    , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, but

    ἐνέγκοι Id.Fr.84

    (anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf.

    ἐνεγκεῖν A.Supp. 766

    , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic

    ἐνέγκαι Arist.Oec. 1349a27

    ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.

    ἐνεγκών Pi.I.8(7).21

    , S.El. 692, Th.6.56, etc.,

    ἐνέγκας IG22.1361.21

    ([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we find

    ἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53

    , and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper.

    ἐνεγκοῦ S.OC 470

    ); [ per.] 2sg.

    ἠνέγκω E.Supp. 583

    , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg.

    ἠνέγκατο S.Tr. 462

    , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.

    ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b

    , ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.

    εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188

    : part.

    ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131

    , ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.
    IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.

    ἔνεικε Od.21.178

    , inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.

    ἀν-ένεικα Od.11.625

    ; [ per.] 2sg.

    ἀπ-ένεικας Il.14.255

    ; [ per.] 3sg.

    ἤνεικε Od.18.300

    , al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.

    ἔνεικε Il.15.705

    , al.; [ per.] 1pl.

    ἐνείκαμεν Od.24.43

    ; [ per.] 3pl.

    ἤνεικαν Hdt.3.30

    , [dialect] Ep.

    ἔνεικαν Il.9.306

    ; imper. [ per.] 2sg.

    ἔνεικον Anacr.62.3

    ; [ per.] 2pl.,

    ἐνείκατε Od. 8.393

    ; [ per.] 3pl.

    ἐνεικάντων Schwyzer 688

    B 3 (Chios, v B. C.); inf.

    ἐνεῖκαι Il.18.334

    , Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.

    ἐνείκην Alc.Oxy.1788

    Fr.15ii 20; part.

    ἐνείκας Il.17.39

    , ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;

    μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22

    (Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.

    ἀν-ενείκατο Il.19.314

    ; [ per.] 3pl.

    ἠνείκαντο 9.127

    , Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.

    ἐνεικάμενος Alc.35.4

    .
    2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.

    ἤνικε IG42(1).121.110

    (Epid., iv B. C.);

    ἤνικεν SIG239

    Bi11 (Delph., iv B. C.);

    ἀν-ήνικε IG4.757A12

    , al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl.

    ἤνικαν SIG239

    Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.

    ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161

    ([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)

    ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49

    (Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,

    εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381

    ,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.

    ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12

    (2).526a5 (Eresus, iv B. C.).
    b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.

    εἴνιξαν IG7.2418.24

    (Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.
    V other tenses: [tense] pf.

    ἐνήνοχα D.21.108

    , 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.

    ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12

    , Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.

    ἠνέχθην X.An.4.7.12

    and freq. in compds.; [dialect] Ion.

    ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66

    , etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.

    ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115

    (Epid., iv B. C.); Hellenistic

    ἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42

    (iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.

    ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111

    (Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.

    ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150

    (Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)

    ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53

    (Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.

    ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d

    ,

    εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340

    ;

    ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4

    ; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.

    ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37

    ; [dialect] Att. [tense] plpf.

    προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20

    ; part.

    κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2

    , Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)
    A [voice] Act.,
    I bear or carry a load,

    ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568

    ;

    μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303

    ;

    ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622

    ;

    χοάς A.Ch.15

    ;

    φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564

    ;

    χερσὶν φ. Id.Ant. 429

    ;

    φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14

    ; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς)

    ; ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531

    (lyr.);

    γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581

    , cf. Supp. 994;

    καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930

    codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφον

    βάσιν φ. Id.Tr. 967

    (lyr.).
    II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,

    πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362

    ; πρόσω φ. ib. 369;

    εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444

    , cf. Pl.Lg. 914b;

    πόδες φέρον Il.6.514

    ;

    πέδιλα τά μιν φέρον 24.341

    , etc.; of horses, 2.838;

    ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232

    , etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;

    τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17

    .
    b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.
    c lead, direct,

    τὴν πόλιν Plu.Luc.6

    .
    2 of wind, bear along, [

    πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26

    ; [

    σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330

    , cf. 4.516, Il.19.378, etc.;

    ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300

    , 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,

    ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d

    ;

    φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023

    , cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.
    III endure, suffer,

    λυγρά Od.18.135

    ;

    ἄτην Hdt.1.32

    ; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;

    ξυμφοράς Th.2.60

    ;

    τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας Antipho 3.2.10

    ; also of food,

    ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21

    ; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)

    οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2

    : metaph.,

    ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a

    .
    2 freq. with modal words,

    πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82

    ;

    σιγῇ κακά E.Hec. 738

    ;

    ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31

    ;

    θυμῷ φ. Id.5.80

    ;

    χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13

    : esp. with an Adv., [

    ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215

    ; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;

    προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36

    ;

    αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104

    ;

    συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35

    ;

    ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d

    , al.;

    εὐπετῶς φ. S.Fr. 585

    , X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck)

    ἐνεγκεῖν S.Ph. 873

    ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,

    βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155

    , cf. Ar.Th. 385, etc.;

    φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93

    ;

    ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a

    : c. gen.,

    τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77

    , cf. 2.62;

    ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21

    , cf. Isoc.12.232;

    πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55

    : c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.
    IV bring, fetch,

    εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196

    ;

    φ. ἄποινα Il.24.502

    ;

    ἄρνε 3

    , 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;

    ἔντεα Il.18.191

    ;

    τόξα Od.21.359

    ;

    κνημῖδας A.Th. 675

    ;

    δᾷδα Ar.Nu. 1490

    , etc.;

    γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131

    :—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,

    ποδάνιπτρα Od.19.504

    ;

    οἶνον Alc.35

    , cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;

    φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282

    ; fetch, Od.2.410;

    χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470

    .
    2 bring, offer, present,

    δῶρα Od.8.428

    , etc.;

    μέλος Pi.P.2.3

    ;

    χοάς τινι A.Ch. 487

    ;

    φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602

    ;

    πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31

    ; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;

    ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572

    , Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.
    b = ἄγω iv. 1,

    ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7

    ; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,

    τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1

    .
    3 bring, produce, cause, [

    ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31

    ;

    ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283

    , cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;

    ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132

    , cf. 8.516;

    πόλεμον Hes.Sc. 150

    ;

    θάνατον φ. B.5.134

    ;

    τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c

    ;

    τὸ σωθῆναι τὸ ψεῦδος φέρει S.Ph. 109

    ;

    τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135

    (lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;

    ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13

    (Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,

    παραδείγματα Isoc.7.6

    , etc.;

    πάσας αἰτίας D.58.22

    ;

    ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10

    :—[voice] Pass.,

    εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3

    .
    b bring or carry with one, involve,

    τὸ πᾶν ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσιν αἱ νέες Hdt.8.62

    ; οὐ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ' ἀνδρῶν ib. 100.
    4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;

    λόγον Pi.P.8.38

    ;

    ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781

    , cf. Tr. 493;

    ἐπιστολήν X.Ages.8.3

    : hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;

    σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248

    (troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,

    λόγους φ. E.Supp. 583

    ; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);

    μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9

    :—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.
    5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);

    δασμόν X.An.5.5.10

    ; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;

    χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19

    ;

    μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12

    (but usu., receive, draw, pay,

    μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66

    ;

    τέτταρας τῆς ἡμέρας ὀβολοὺς φέρων Men.357

    ;

    αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17

    , cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);

    φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2

    , cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,

    φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35

    .
    6 apply, refer,

    τι ἐπί τι Pl. Ti. 37e

    , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.
    7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;

    περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45

    ;

    ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7

    , cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,

    φ. χορηγόν D.20.130

    , 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.;

    ὅπως φέρηται ἐν τῷ στρατιωτικῷ UPZ15.10

    (ii B. C.);

    τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13

    , al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,

    ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785

    (lyr.).
    V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,

    φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229

    ;

    ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110

    ; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [

    οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139

    ;

    γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5

    , cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,

    εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91

    ; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;

    αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4

    ; also of living beings,

    τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c

    ;

    ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1

    ;

    ἡ ἐνεγκοῦσα

    one's country,

    Hld.2.29

    , Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (also

    ἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202

    ); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,

    Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25

    ; [

    τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9

    ;

    φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14

    .
    VI carry off or away,

    Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302

    ;

    φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429

    , 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.
    2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;

    αἶγα λέοντε φ. 13.199

    ; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;

    ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11

    ; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.

    ἄγω 1.3

    ), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;

    αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37

    ;

    ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17

    ;

    κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10

    (Tamynae, iv B. C.);

    αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128

    ; of a divorced wife,

    αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2

    ; φέρειν alone, rob, plunder,

    θεῶν ἱερά E.Hec. 804

    ;

    ἀλλήλους Th.1.7

    ; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,

    φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759

    :—[voice] Med. in same sense,

    ἔναρα Il.22.245

    ;

    πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856

    ;

    ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124

    , cf. 15.378.
    3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,

    ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308

    ;

    φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657

    ;

    τἀπινίκια S.El. 692

    ;

    τιμήν Ar. Av. 1278

    ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;

    πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651

    ;

    ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590

    ; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,

    μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e

    : also, receive one's due,

    φ. χάριν S.OT 764

    ;

    ὡς τοῦτό γ' ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα Id.Ph. 117

    ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,

    φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968

    A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,

    κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217

    ; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538;

    οὐ σμικρὸν ἆθλον τῆς ἐρωτικῆς μανίας φέρονται Pl.Phdr. 256d

    ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): hence

    οὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104

    ; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129;

    ἠνείκατο παρὰ Ἐγεσταίων τὰ οὐδεὶς ἄλλος 5.47

    ;

    ἴδια κέρδεα προσδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσθαι 6.100

    ;

    χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9

    ;

    φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2

    ;

    ὀνείδη Pl.Lg. 762a

    ;

    εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969

    ;

    δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638

    ;

    ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266

    (lyr.);

    ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131

    : generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,

    τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97

    : hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.
    VII abs., of roads or ways, lead to a place,

    ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122

    , cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;

    τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31

    ;

    ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15

    ;

    ἁπλῆ οἶμος εἰς Ἅιδου φέρει A.Fr. 239

    ;

    ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24

    (but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.
    b of time,

    τῇ νυκτὶ τῇ φερούσῃ εἰς τὴν β τοῦ Παχών PPetr.3p

    .x (iii B. C.), cf. PTeb.61 (b) 288 (ii B. C.), BGU1832.5 (i B. C.), etc.
    3 metaph., lead to or towards, be conducive to,

    ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10

    ;

    τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90

    ; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991;

    εἰς ὄκνον E.Supp. 295

    : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)

    ταῦτα ποιέειν Hdt.3

    . 134; so

    τὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31

    ;

    τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562

    (lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)

    εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d

    ; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.
    b point to, refer to a thing,

    ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120

    ; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159;

    ἐς ἀρηΐους ἀγῶνας φέρον τὸ μαντήϊον Id.9.33

    , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;

    πρός τινας Pl.R. 538c

    ;

    ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120

    ; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;

    ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79

    : c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.
    VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,

    πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223

    ; use a word,

    οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6

    , cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,

    οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63

    : more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;

    ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e

    ; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,

    τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104

    (v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;

    ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11

    ;

    κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60

    (Pergam., ii B. C.);

    ὧν τὰ ὀνόματα φέρεται

    are in use,

    Ptol.Geog.7.4.11

    ; of literary works, to be in circulation,

    ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a

    , cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.
    2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.
    IX imper. φέρε like ἄγε, as Adv., come, now, well,
    1 before another imper.,

    φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296

    (anap.);

    φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534

    ;

    φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b

    ; so

    φέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127

    .
    2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;

    φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14

    ;

    φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4

    ;

    φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361

    , cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,

    φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300

    .
    3 before a rhetorical question,

    φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571

    ;

    φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788

    (anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phrase

    φέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218

    ;

    φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183

    , cf. Antipho 5.36; also

    φ. δή Pl.Grg. 455a

    , al.: usu. first in a sentence, but

    τὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c

    , etc.
    4 φέρε δή, ἐάν πῃ διαλλαχθῶμεν .. come let us see if we can.., Id.Cra. 430a.
    5 φέρε c. inf., suppose, grant that..

    φ. λέγειν τινά Plu.2.98b

    ; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;

    οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47

    P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).
    X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή)

    ; εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73

    (Pall.).
    2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:
    a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;

    τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e

    , cf. R. 345b; so

    ὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24

    ; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,

    ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8

    .
    b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,

    νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159

    ; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;

    τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν

    hurling themselves,

    Plb.1.17.8

    ;

    εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82

    ; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;

    τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27

    , cf. Ach.Tat.1.7;

    σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24

    ;

    τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3

    , cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)

    φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24

    , cf. Per.7;

    τούτῳ φέροντες ὑποβάλλουσι τοὺς υἱούς Id.2.4b

    , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;

    προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456

    B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.
    3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.
    XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,

    δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513

    , cf. 16.665, 17.131;

    τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798

    , cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).
    B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:
    I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;

    βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a

    ;

    πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d

    ;

    τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520

    ;

    ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c

    ;

    φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b

    ; simply, move, go,

    ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309

    (anap.);

    οὐκ οἶσθ' ὅποι γῆς οὐδ' ὅποι γνώμης φέρῃ Id.El. 922

    , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,

    τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.

    ap. Aët.9.12;

    πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19

    : metaph.,

    εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729

    ;

    πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b

    , cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;

    ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30

    ; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.
    2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;

    ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b

    ;

    ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89

    .
    3 of voluntary and impulsive motion,

    ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172

    ; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;

    δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37

    ;

    φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23

    ;

    ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59

    ;

    φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18

    .
    II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,

    οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074

    ;

    κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25

    ;

    εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17

    ; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;

    καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60

    ;

    φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5

    ;

    χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6

    ; of euphonious writing,

    σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26

    .
    2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.
    C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρω

  • 14 ἔκστασις

    A displacement,

    ἄρθρων Hp.Art.56

    ;

    πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arist.de An. 406b13

    : hence, change,

    εἰς ἀντικείμενα Id.GA 768a27

    ;

    αἱ κακίαι ἐ. Id.Ph. 247a3

    ;

    ἔ. ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν Id.Cael. 286a19

    ;

    ἔ. τῆς φύσεως

    degeneracy,

    Thphr.CP3.1.6

    ; opp. στάσις, Plot.6.3.2 ; movement outwards,

    ἔ. ἀπὸ τοῦ παράγοντος Dam.Pr.97

    bis ; ἔ. εἰς τὸ ἔξω ib. 401 ;

    [σῶμα] ἐν ἐκστάσει λαβὸν τὴν ὑπόστασιν Porph.Sent.36

    ; differentiation,

    ἔ. καὶ πιῆθος Plot.6.7.17

    ;

    αἱ εἰς πλῆθος ἐ. Procl.in Ti.2.203

    D.
    II standing aside, Arist.Rh. 1361a37 (pl.).
    b = Lat. cessio bonorum, CPR 20ii9 (iii A.D.) ;

    ἔ. χρημάτων Porph.Abst.1.53

    ; a tax on cessions, BGU914.6 (ii A.D.), PLond.2.305.2 (PTeb.ii p.184).
    2 distraction of mind, from terror, astonishment, anger, etc., Hp.Aph.7.5, Prorrh.2.9 ;

    ἔ. σιγῶσα Id.Coac.65

    ;

    ἔ. μανική Arist.Cat. 10a1

    ;

    ἔ. τῶν λογισμῶν Plu.Sol.8

    ;

    νοῦ Plot.5.3.7

    ;

    τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστασιν φέρει Men.149

    , cf. Epit. 472, Epicur.Fr. 113 ;

    εἰς ἔ. ἄγειν Longin.1.4

    .
    3 entrancement, astonishment, Ev.Luc.5.26, Ev.Marc.5.42.
    4 trance, Act.Ap.10.10, 22.17 ; ecstasy, Plot.6.9.11 ;

    ἔ. καὶ μανία Herm. in Phdr.p.103A.

    b drunken excitement, Corn.ND30.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκστασις

  • 15 ἰσοχρόνιος

    ἰσοχρόν-ιος, ον,= sq., Thphr.CP4.11.2, Euc.Phaen. p.4 M., al., HeroDioptr.38;
    A

    στροφή Cleom.2.4

    ;

    διαστήματα Ptol. Tetr.36

    : c. dat.,

    τὸ -χρόνιον εἶναι τὸ παρὰ φύσιν τῷ κατὰ φύσιν Simp. in Cael.430.6

    . Adv.

    - ίως Ptol.Alm.13.2

    , Heph.Astr.1.10; τῷ ἡλίῳ Theo Sm.p.171 H.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοχρόνιος

  • 16 ὑπερφέρω

    A bear or carry over,

    ὑ. τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς Th.3.81

    , cf. 15,87:—[voice] Pass., [

    νῆες] ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν Id.4.8

    ;

    ὑπερενεχθῆναι τὰς δίνας D.H.3.56

    ; νυκτὸς ὑπερφέρεσθαι (sc. τὸν Ταῦρον) Plu.2.510b; ὑ. ὑπὲρ .. X.Oec.18.7: c. gen., to be transferred from,

    τὰς τῶν.. ζῴων διαφορὰς μὴ δυναμένας ὑπερενεχθῆναι τῶν κατὰ φύσιν τόπων Ptol.Geog.1.12.2

    .
    II mostly intr., to be prominent, stand out, Plu.2.591c.
    2 metaph., surpass, excel, have the advantage over, τινός τινι one in a thing,

    ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Hdt.8.138

    , cf. 9.96, Ar.Eq. 584 (lyr.), Th.1.81: c. gen. only,

    τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα S.OT 381

    , cf. X.Lac.15.8: c. dat. modi only,

    κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑ. Hdt.8.144

    , cf. 4.74, E.Hec. 268;

    πλούτῳ X.Lac.15.3

    .
    b sts. c. acc. pro gen.,

    ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον E.Heracl. 554

    ;

    ὑ. τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Isoc.4.60

    ;

    μεγέθει καὶ ῥώμῃ πάντας Plu.Rom.7

    .
    c abs., τοῦθ' ὑπερφέρει has this pre-eminence, S.OC 1007 (s. v. l.);

    πολὺ ὑπερενεγκεῖν X.Mem.3.5.13

    .
    d part., in honorific expressions,

    ἡ σὴ -φέρουσα ἐξουσία PSI4.292.5

    (iii A. D.), etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφέρω

  • 17 ἀθάνατος

    ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αιςι): -ου, -ου, ον)
    1 immortal

    καλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57

    μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61

    ἀθανάτα Θέτις P. 3.100

    Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63

    ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40

    τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46

    ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2

    ]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., gods

    ἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65

    Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60

    προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25

    χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82

    ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4

    παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58

    Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5

    ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16

    τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59

    ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59

    ]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2.

    Lexicon to Pindar > ἀθάνατος

  • 18 ἀκμά

    ἀκμά (ἀκμᾷ, ἀκμάν; ᾰκμαί)
    a lit., keen edge

    λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ᾰκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.63

    b edge, point of a weapon

    τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.11

    Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.81

    φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Boeckh e Σ: αἰχμᾷ codd.) N. 6.52 τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ᾰκμᾷ (Pauw: αἰχμᾷ codd.) N. 10.60
    c met., prime, height, strength

    ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ᾰκμὰν μαχαίρᾳ τάμον O. 1.48

    ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ᾰκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.96

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ᾰκμᾷ O. 2.63

    cf. ] χειρὸς ἀκμᾷ[ fr. 334b. 9.

    ὥτε φοινικανθέμου ἧρος ᾰκμᾷ P. 4.64

    οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν as regards the keen edge of his temper N. 3.39 οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὄνοτος μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ᾰκμᾷ βαρύς (Pauw: αἰχμᾷ codd. κατὰ τοὺς ἀγῶνας. Σ. sens. dub., “at the height of his strength, at the height of the contest”?) I. 4.51 υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶνI. 8.37

    Lexicon to Pindar > ἀκμά

  • 19 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 20 ἔμπαν

    ἔμπᾱν, ἔμπᾱς, ἔμπᾰ
    1 nevertheless esp. after neg.

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἴυξεν δ' ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει (καίπερ τοιούτῳ ἄχει πληγείς, καθ' ὃ οὐκ ἄν τις φωνὴν ἀφείη, ἀλλ ἐκσταίη, ὅμως ἀνεβόησε. Σ paraphr.) P. 4.237 πόνων δοὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ' ἔσεται. ὁ Βάττου δ ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (but Σ explain ὁμοίως, in equal proportions) P. 5.55

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ. ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    νεόπολίς εἰμι. ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.29

    Lexicon to Pindar > ἔμπαν

См. также в других словарях:

  • φύσιν — φύς aor part act masc dat pl φύσις origin fem acc sg φύω bring forth aor part act masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν… — См. Сверх человек …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… …   Православная энциклопедия

  • ВСЕЛЕНСКИЙ IV СОБОР — [Халкидонский]. Источники Деяния Собора известны в неск. редакциях на греч. и лат. языках. Еще до открытия Собора документы, имевшие отношение к делу Евтихия (деяния К польского (448) и Эфесского (449) Соборов, переписка и др.), были переведены… …   Православная энциклопедия

  • ЖИЗНЬ — Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) Иисус Христос Спаситель и Жизнеподатель. Икона. 1394 г. (Художественная галерея, Скопье) [греч. βίος, ζωή; лат. vita], христ. богословие в учении о Ж.… …   Православная энциклопедия

  • Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»