Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φόνους

См. также в других словарях:

  • φόνους — φόνος murder masc acc pl φονόω stain with blood imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλάδιον — Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και… …   Dictionary of Greek

  • Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… …   Dictionary of Greek

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος …   Dictionary of Greek

  • βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψιά — και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά) κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.) νεοελλ. κρυφή απόλαυση νεοελλ. μσν. 1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • ματοκύλισμα — το [ματοκυλίζω] 1. αιματοχυσία, συμπλοκή που έχει ως αποτέλεσμα τραυματισμούς και φόνους («η συμπλοκή τών αεροπειρατών με την αστυνομία κατέληξε σε πραγματικό ματοκύλισμα») 2. σφαγή …   Dictionary of Greek

  • μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκτονία — ἡ, Μ [φιλόκτονος] ροπή για διάπραξη φόνων, το να αρέσει σε κάποιον να διαπράττει φόνους, να σκοτώνει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»