-
1 αντικαταλλασσομαι
атт. ἀντικαταλλάττομαι1) отдавать взамен, менять, обменивать(τι ὑπέρ τινος Isocr. и τί τινος Dem., Plut.)
2) получать взамен(τι ἀντί τινος Isocr.)
3) возмещать(τι πρός τι Arst.)
φόνων φόνους ἀ. Plut. — мстить за убийства убийствами4) обмениваться(τι Arst.)
; pass. примиряться(ἀντικαταλλαγῆναί τινι Polyb.)
-
2 εμφορεω
1) (в или на чем-л.) носить, pass. носиться(κύμασι περὴ νῆα Hom.)
2) наносить(πληγάς τινι Diod., Plut.)
3) вменятьἐ. τινι φόνους Soph. — обвинять кого-л. в убийстве
4) вливать, наливать(ἄκρατον Diod.)
; med. наполняться (чем-л.), т.е. насыщаться, напиваться(ἀκράτου Plut., Luc. и ἄκρατον Diod.)
; перен. преисполняться(ὕβρεώς τε καὴ πικρίας Plut.)
ἐμφορεῖσθαι τιμωρίας Plut., — упиваться местью5) med. неумеренно пользоваться, злоупотреблять(ἐξουσίας Plut.)
ἐ. τοῦ μαντηΐου Her. — не переставать вопрошать оракул
См. также в других словарях:
φόνους — φόνος murder masc acc pl φονόω stain with blood imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλάδιον — Ομοίωμα οπλισμένης θεότητας, κυρίως της Παλλάδας Αθηνάς, το οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι, προστάτευε την πόλη στην οποία ανήκε. Περίφημο ήταν το π. της Τροίας, που άρπαξαν από την πόλη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Το π. είχε τη μορφή ξοάνου και… … Dictionary of Greek
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος … Dictionary of Greek
βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κλεψιά — και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά) κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.) νεοελλ. κρυφή απόλαυση νεοελλ. μσν. 1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος,… … Dictionary of Greek
ματοκύλισμα — το [ματοκυλίζω] 1. αιματοχυσία, συμπλοκή που έχει ως αποτέλεσμα τραυματισμούς και φόνους («η συμπλοκή τών αεροπειρατών με την αστυνομία κατέληξε σε πραγματικό ματοκύλισμα») 2. σφαγή … Dictionary of Greek
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
φιλοκτονία — ἡ, Μ [φιλόκτονος] ροπή για διάπραξη φόνων, το να αρέσει σε κάποιον να διαπράττει φόνους, να σκοτώνει … Dictionary of Greek