-
1 αρνείται
-
2 ἀρνεῖται
-
3 αρνείται
одбиваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αρνείται
-
4 ἀρνέομαι
ἀρνέομαι, verneinen; fut. ἀρνήσομαι, aor. ἠρνήϑην u. ἠρνησάμην, letzteres in Att. Prosa selten; ἀρνησαίμην Aesch. 2, 69; ἀρνήσῃ conjunct. Eur. Ion. 1026; ἀρνήσασϑαι Her. 3, 1; Homer. Formen: ἀρνεῖται Od. 1, 249. 16, 126, ἀρνείσϑω 8, 43, ἠρνεῖτο Iliad. 19, 304. 23, 42 Od. 24, 126, ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191. ἀρνήσασϑαι Od. 21, 345. 8, 358 Iliad. 14, 212; – τί, etwas verweigern, τόξον, ᾧ κ' ἐϑέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασϑαι Od. 21, 345; οὔτ' ἀρνεῖται γάμον οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται 1, 249, vgl. 24, 126; ἦ ῥά νύ μοί τι πίϑοιο, ἦέ κεν ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191; τεὸν ἔπος ἀρνήσασϑαι, deine Bitte abzuschlagen, Iliad. 14, 212; absol., ὁ δ' ἠρνεῖτο 19, 304, vgl. 23, 42 Od. 8, 43; – läugnen, Thuc. 6, 60; φόνους Eur. Ion. 1026; – τινίτι, Dio Chrys. I, 469; – Ggstzvon δοῦναι Her 3, 1; Aesch. Prom. 266; mit der Negat. Soph. τὸ δρᾶν Phil. 118; beim abhängigen Inf. μή, ἠρνεῖτο μὴ αὐτόχειρ γενέσϑαι Xen. Hell. 7, 3, 7; ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι Dem. 9, 54; ἀρνηϑῆναί τι μὴ γιγνώσκειν Pol. 4, 20, 11; Sp.; mit dem partic., ἀρνῇ κατακτάς Eur. Or. 1581; vgl. Al. 1161.
-
5 слышать
-шу, -шишьρ.δ.1. ακούω•слышать стук ακούω το χτύπο•
слышать крик ακούω την κραυγή•
я плохо -шу δεν ακούω καλά.
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.
|| οσφραίνομαι, μυρίζω•собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.
εκφρ.ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).1. ακούομαι•-ится шум ακούεται θόρυβος.
2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•-ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.
-
6 ἀνενετεῖ
ἀνενετεῖ· ἀρνεῖται, τοῦ ἄνω νεύειν, ἢ ἀπαρνεῖται, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνενετεῖ
-
7 ἀρνέομαι
A , Ar.Ec. 365; alsoἀρνηθήσομαι S.Ph. 527
([etym.] ἀπ-), Ev.Luc.12.9: [tense] aor. [voice] Pass. ἠρνήθην freq. in [dialect] Att., Th. 6.60, etc.: also [tense] aor. [voice] Med.ἠρνησάμην Hom.
(v. infr.), Hdt.3.1; rare in Trag. and [dialect] Att., E. Ion 1026, Aeschin.2.69,3.324: [tense] pf.ἤρνημαι D. 28.24
:—deny, disown,τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Il.14.212
, Od.8.358, etc.;ἀ. ἀμφὶ βόεσσιν h.Merc. 390
;ἀ. ἃ εἶπον E.Hec. 303
: abs., Hdt.2.174; ἀρνούμενοι ἔπαινοι negative praises, Plu.2.58a.2 refuse,τόξον.. δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι Od.21.345
, cf. Hes.Op. 408, Hdt.3.1;ἀ. γάμον Od.1.249
; ἀ. χρείαν decline, renounce a duty or office, D.18.282;διαθήκην Id.36.34
;κληρονομίαν PFlor.61.49
(i A.D.); ζωὰν ἀ., of a suicide, AP7.473 (Aristodic.);δυνάμει τὸν βίον ἀ. S.E.M.11.163
; ἀ. ἀνθρώπους cast aside humanity, Him.Or.2.10.3 abs., say No, decline,ὁ δ' ἠρνεῖτο στεναχίζων Il.19.304
; , etc.4 in expressing denial, c. inf., either without μή, deny that.., A.Eu. 611, E.IA 966; or with μή, say that.. not.., Ar.Eq. 572, Antipho 3.3.7, etc.; οὐδ' αὐτὸς ἀρνεῖται μὴ οὐ .. D.C.50.22; also οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν S.Ph. 118; ἀ. ὅτι οὐ.., ὡς οὐ .., X.Ath.2.17, Lys. 4.1, D.9.54.5 in expressing refusal, c. inf.,ἀ. εἶναι χρηστούς Hdt.6.13
: poet. also c. part.,οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι E.Alc. 1158
, cf. Or. 1582.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνέομαι
-
8 ἀνενετεῖ
Grammatical information: v.Meaning: ἀρνεῖται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: v. Blumenthal Hesychst. 34: = *ἀναινετεῖ; cf. ἀναίνομαι and αἰνετός. Or simply miswritten for ἀναίνεται.Page in Frisk: 1,106Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνενετεῖ
См. также в других словарях:
ἀρνεῖται — ἀρνέομαι deny pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άθεος — η, ο (Α ἄθεος, ον) 1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού 2. αθεόφοβος, ασεβής νεοελλ. 1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος αρχ. 1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία 2. που τόν… … Dictionary of Greek
έξαρνος — ἔξαρνος, ον (Α) [εξαρνούμαι] 1. αυτός που αρνείται με επιμονή («ὁ μὲν γὰρ ἔφησεν, ό δὲ διὰ τέλους ἔξαρνος ἦν», Αντιφ.) 2. αυτός που αποκρίνεται αρνητικά, που αρνείται ή διαψεύδει αποφασιστικά («ἔξαρνος ἦν τοῡ φόνου», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
αηθικισμός — ο Φιλοσ. είναι ή άρνηση ή διάψευση τών βασικών ηθικών αρχών. Σε αντίθεση με τον αμοραλισμό (amoralismus), που αρνείται την ύπαρξη οποιωνδήποτε ηθικών αρχών, αξιών και ιδεωδών, ο αηθικισμός (immoralismus) αρνείται μόνο τις εκάστοτε ισχύουσες… … Dictionary of Greek
αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… … Dictionary of Greek
ετερόδοξος — η, ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και… … Dictionary of Greek
υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… … Dictionary of Greek
υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… … Dictionary of Greek
συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της- — (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη… … Dictionary of Greek