-
41 ἐπι-τείνω
ἐπι-τείνω (s. τείνω), 1) darauf, darüber spannen, bei Hom. in tmesi, ἐπὶ νὺξ ὀλοἡ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 11, 19, vgl. Il. 17, 736; ἐπιτείνεσκε ἐπὶ τἡν γέφυραν ξύλα, legte darüber, Her. 1, 186; ὑπὲρ τάφρου 4, 201. Gew. – 2) anspannen, eine Saite, Ggstz ἀνιέναι, Plat. Lys. 209 b; τὰ τόξα καὶ τὰς λύρας ἀνίεμεν ἵνα ἐπιτεῖναι δυνηϑῶμεν Plut. educ. lib. 13; τὴν φωνήν, = ὀξὺ φϑέγγεσϑαι, Arist. Physiogn. 2. – Uebertr., anstrengen, ἑαυτόν, wie das pass., Plut. Alex. 40; steigern, τὰς ἡδονὰς ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει Plat. Legg. I, 645 d, öfter; μᾶλλον ἐπιταϑὲν τοῦ δέοντος Rep. III, 410 d; ἐπιτείνει καὶ ἀνίησι Arist. Eth. 6, 1; τὰ τιμήματα pol. 5, 8; ἐπιταϑέντας ταῖς εὐνοίαις, vom erhöhten Wohlwollen, Pol. 17, 16, 3; absolut, ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν, wie wir sagen: er spannte die Saiten noch höher, Dem. 56, 13; ἐπέτεινεν ὁ λιμός, die Hungersnoth stieg, Plut. Cam. 28; ἡ ὀργή Pol. 15, 27, 1; vom Fieber, Hippocr. – Pass. sich anstrengen, εἰς ἀνδραγαϑίαν Xen. Cyr. 7, 5, 82, wie Arist. pol. 4, 6 auch das act. braucht; – ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον ἐπιταϑῆναι, längere Zeit damit auskommen, reichen, Xen. Lac. 2, 5.
-
42 ἐπι-δίδωμι
ἐπι-δίδωμι (s. δίδωμι), außerdem geben, hinzufügen, Hes. O. 394; τινί τι, Il. 23, 559; in tmesi, 9, 290; von der Mitgift, als Aussteuer mitgeben, wie ὅπλα φησὶν ὁ ποιητὴς παρὰ ϑεῶν προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοϑῆναι Θέτιδι Plat. Legg. XII, 944 a; ἐπιδίδωμι αὐτῇ φερνὴν Μηδίαν Xen. Cyr. 8, 5, 19; προῖκα τάλαντον Dem. 40, 6, wie Is. 2, 4 u. öfter; ὁ ϑεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν Eur. Bacch. 1178; bes. außer dem, was man pflichtmäßig zu geben hat, als freiwillige Beisteuer, z. B. dem Staate in der Noth geben, im Ggstz von εἰςφέρειν, Is. 5, 37; oft in Dem. or. pro corona, μεγάλας ἐπιδόσεις §. 171; τριήρη 21, 160; τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις Thuc. 4, 11; τοῦ ἑαυτοῦ μέρους, von seinem eigenen Antheile, Xen. Cyr. 1, 5, 1; – τὴν ἐπιστολήν τινι, übergeben, D. Sic. 14, 47; Plut. Alex. 19; ψῆφον ἐπέδωκε τοῖς πολίταις, die Stimmsteinchen einhändigen, abstimmen lassen, Num. 7; – ἑαυτόν, sich ergeben, überlassen, ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως μοι Ar. Th. 213; vgl. Plat. Phil. 19 c; bes. Sp., αὑτὸν τῇ τῆς βασιλείας ἐλπίδι, er gab sich der Hoffnung hin, Hdn. 2, 7, 9; εἴς τι, 3, 4, 2; mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., εἰς τρυφήν, sich der Schwelgerei ergeben, Ath. VIII, 525 e; εἰς ὑπερηφανίαν ibd. 536 a. – Häufig in Prosa intr., zunehmen, Fortschritte machen, ἢν οὕτω ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος Her. 2, 13; ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον, immer erbitterter werden, Thuc. 6, 60; ἐπεδίδου ἐπὶ τὸ μεῖζον 8, 24; ἐς τὸ μισεῖσϑαι 8, 83; oft bei Plat. absolut, ἐπὶ τὸ βέλτιον Prot. 318 a; πρὸς ἀρετήν, in der Tugend, Legg. XI, 913 b; εἰς τὸ ὀξύτεροι γίγνεσϑαι Rep. VII, 526 b; πλεῖστον πρὸς ἀρετήν Isocr. 1, 12; πρὸς εὐδαιμονίαν 3, 32. Auch von Sachen, ἐπιδιδοῦσαν τὴν τῶν πολεμίων ἰσχύν Thuc. 7, 8; αἱ ἄλλαι τέχναι ἐπιδεδώκασι Plat. Hipp. mai. 281 d; Sp. – Im med., ϑεοὺς ἐπιδώμεϑα, laß uns die Götter noch hinzufügen, d. i. als Zeugen anrufen, Il. 22, 254; vgl. περιδίδωμι u. Herm. zu H. h. Merc. 383.
-
43 ἐπι-πτυχή
ἐπι-πτυχή, ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ ϑώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.
-
44 ἐπι-πόρπᾱμα
ἐπι-πόρπᾱμα, τό, das Ueberkleid, das mit Spangen über den Schultern befestigt ist, Plut. Alex. 32; nach B. A. 254 auch ein Schmuck daran; Schol. Plat. Rep. IV, 167 ἐπὶ τῇ πόρπῃ προςκόσμημα. – Bei Plat. com. in Poll. 10, 52 ἡ τῶν κιϑαρῳδῶν ἐφαπτίς. Vgl. ἐπιπόρπημα.
-
45 ἐπι-σημαίνω
ἐπι-σημαίνω, 1) darüber ein Zeichen machen, bezeichnen, wie γράμματα ἐπισεσημασμένα, mit darüberstehenden Punkten bezeichnet, Aen. Tact. 31; übh. bezeichnen, κἀπισημανϑήσεται κείνου κεκλῆσϑαι λαός Eur. Ion 1593; von der Gottheit, eine Vorbedeutung geben, durch ein Anzeichen ihren Willen zu erkennen geben, ὁ ϑεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι Xen. Hell. 4, 7, 2; Plut. Num. 22 Demetr. 12; D. Sic. 19, 103. Auch in der Bdtg des med. loben, Pol. 9, 9. – Med. sich Etwas bezeichnen, mit einem Zeichen versehen, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. Gorg. 526 b; Phil. 25 a; sich vorzeichnen, Legg. V, 744 a; übh. bemerklich machen, andeuten, III, 681 b; Sp., τῷ μειδιάματι ἐπισημηνάμενος τῆς γλώσσης τὴν διαμαρτίαν Luc. pro laps. 1; τὰς εὐϑύνας, sie untersiegeln, zum Zeichen, daß man sie für richtig anerkennt, Dem. 18, 250; durch ein Zeichen seinen Beifall zu erkennen geben, loben, καὶ ϑορυβεῖν Isocr. 12, 2; ἐπισημαινόμενον τὸν δῆμον καὶ δεδεγμένον τοὺς παρ' ἐμοῦ λόγους Aesch. 2, 49; πάντων τὸ ῥηϑὲν ἐπισημηναμένων Pol. 3, 111, 3, öfter, wie a. Sp., κρότῳ μεγάλῳ τὸ γεγονός D. Sic. 17, 106; δώροις τινά, Einen durch Geschenke auszeichnen, belohnen, Pol. 6, 39, 6; seltener durch Tadel auszeichnen, tadeln, App. B. C. 5, 15; D. Sic. 13, 27. – 2) intr., sich bemerklich machen, sich zeigen, bes. von Witterungs- u. Krankheitsvorzeichen, eintreten, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις τοῦ λοιμοῦ ἐπεσήμαινε Thuc. 2, 50; Hippocr.; öfter bei Arist., τὰ περὶ τοὺς μαστούς, τὰ ἐπιμήνια u. ä., gener. anim. 1, 19. 20 H. A. 7, 3; σεισμὸς ἐφ' ἓν καὶ ἐπὶ δύο ἔτη ἐπισημαίνει κατὰ τοὺς αὐτοὺς τόπους Meteorl. 2, 8; τῷ Ῥώμῳ ἐπισημαίνουσι γῦπες ἕξ D. H. 1, 86. 87.
-
46 ἐπι-τροπή
ἐπι-τροπή, ἡ (vgl. ἐπιτρέπω), das Anheimstellen, Ueberlassen, ἐξουσία ἐπ. νόμου Plat. defin. 415 b; bes. die Entscheidung Jemandes, ἠξίουν δίκης ἐπι-τροπὴν γενέσϑαι περὶ τῆς γῆς ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἐς ἰδιώτην, = ἐπιτρέπεσϑαι δίκην, Thuc. 5, 41, vgl. ib. 31; bes. Entscheidung des Schiedsrichters, εἰς ἐπιτροπὴν ἔρχονται Dem. 33, 14, sie gehen zu einem Vergleiche vor den Schiedsrichter, wofür nachher ἐπιτρέπουσι τῷ διαιτητῇ steht; ἡ ἐπ. ἐγένετό μοι ib. 16; – Erlaubniß, Vollmacht, λαβεῖν Pol. 3, 15, 7; D. Hal. 2, 45; D. Sic. 17, 47; – Aufsicht, Verwaltung, Vormundschaft, Plat. Legg. XI, 924 b; ἐπιτροπῆς δίκη, Vormundschaftsklage, s. Böckh Staatsh. I p. 378 ff.; καταγνώσονται τὴν ἐπιτροπήν Dem. 29, 58; vgl. ἔκρινεν αὐτοὺς ἐπιτροπῆς Plut. X oratt. Dem. A.; – δόντες ἑαυτοὺς εἰς τὴν τῶν 'Ρωμαίων ἐπιτροπήν, sich in den Schutz der Römer begeben, Pol. 2, 11, 8, öfter, bes. deditio in fidem, wenn sich der Ueberwundene dem Sieger auf Gnade u. Ungnade ergiebt.
-
47 ἐπι-τρέπω
ἐπι-τρέπω, aor. ἐπέτρεψα, Hom. auch ἐπέτρα-πον, u. im med. nur ἐπετραπόμην, aor. I. pass. ἐπετρέφϑην, ion. ἐπιτράπω, zuwenden; – 1) hingeben, übergeben, überlassen, anvertrauen, οἶκόν τινι, zur Aufsicht Einem das Haus übergeben, Od. 2, 226; ἐπίτρεψον ϑεοῖσιν 19, 502; c. inf., Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν Il. 10, 421; pass., ᾡ λαοί τ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλεν 2, 25, wie Ὁραι τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός 5, 750; παισὶ κτήματα, den Kindern zuwenden, hinterlassen, Od. 7, 149; αὑτοὺς σμικραῖς ἐλπίσιν Eur. frg.; oft in Prosa, τὰ πρήγματά τινι Her. 6, 26; ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ ϑεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ Plat. Apol. 35 d; εἰ τὸ σῶμα ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ Prot. 313 a; ἐπιτρέψαι τῷ ϑεῷ περὶ τούτων Gorg. 512 e; ἀρχήν τινι Xen. An. 5, 9, 31, Folgde, pass., ἰατρῷ ἐπιτρεφϑείς Antiph. IV β 4; παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφϑέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν Her. 1, 7, vgl. 2, 121, 1; bes. als Statthalter übergeben, 1, 64 u. oft; οἱ ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, denen die Wache anvertraut ist, Thuc. 1, 126, wie οἱ τὰς πόλεις ἐπιτετραμμένοι Luc. Nigr. 34. – 2) zulassen, einräumen, νίκην τινί Il. 21, 473; gestatten, vergönnen, οὐκ ἄν ποτ' ἄλλῳ τοῦτό γ' ἐπέτρεπον ποιεῖν Ar. Plut. 1078; εἰ βουλοίμεϑά τῳ ἐπιτρέψαι παῖδας ἄῤῥενας παιδεῦσαι Xen. Mem. 1, 5, 2; τινὶ χώραν διαρπάσαι An. 1, 2, 19; τούτοις ὁπότερ' ἂν ψηφίσωνται 7, 7, 18; οὔτε τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπομεν ποιεῖν Plat. Chartn. 171 e; Conv. 219 c u. öfter; absolut, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ἐπιϑυμίαις μὴ ἐπιτρέποντες Legg. VII, 802 b. Auch τινὶ κακῷ εἶναι Xen. An. 3, 2, 31; οὐδ' αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι Hell. 6, 3, 9; ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Her. 2, 120; vgl. μὴ ἐπιτρέπων τῷ ἀσεβοῦντι sc. ἀσεβεῖν, Plat. Euthvphr. 5 e; c. acc. c. int., ἡμᾶς οὐδ' ἐναυλισϑῆναι ἐπιτρέπεις Xen. An. 7, 7, 8, wie Ath. XIII, 565 f; mit der Negation, nicht gestatten, verbieten, verhindern, ἢν δέ τις μαλακύνῃ, μὴ ἐπιτρέπετε Xen. Cyr. 3, 2, 5; Thuc. 1, 71; σὺ δ' ἐπέτρεπες; du ließest es zu? Ar. Nubb. 799. – Jemandem Vollmacht geben, Jemandes Ausspruch, Entscheidung Etwas anheimstellen, ἤϑελον τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ ἐπιτρέψαι Thuc. 1, 28, Schol. τὴν ἐπιτροπὴν τῆς κρίσεως δοῦναι; vgl. 4, 83; Xen. Mem. 3, 5, 12; οἱ δικασταί, οἷς ἂν ἐπιτρέψητε Dem. 7, 7; mit περί, Ἀϑηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν ϑανάτου, sie stellten sich der Entscheidung der Athener, nur sollten diese nicht Todesstrafe verhängen dürfen, Thuc. 4, 54; τῷ ϑεῷ περὶ τούτων Plat.; Dem. u. A.; περὶ τῶν ὅλων, unumschränkte Vollmacht, Pol. 1, 62, 3; τινί, Einem die Vormundschaft übertragen, Lys. bei Harpocr., s. Mein. IV p. 119. – 3) auftragen, anbefehlen, οἷς ἂν ἐπιτρέψωσιν οἵδε καὶ τάξωσιν, τούτοις ἐμμένειν Plat. Legg. VI, 784 c; τὴν τάξιν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρε ψεν ἐφέπεσϑαι Xen. An. 6, 3, 11. – 4) intrans., wo man ἑαυτόν ergänzen kann, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα, auf diese vertrauten wir am meisten, Il. 10, 59; ὥς οἱ ἐπέτρεψε, als er sich ihm anvertraut hatte, Her. 3, 130; τοῖς ὅρκοις II. Hal. 7, 40; – γήραϊ, dem Alter nachgeben, unterliegen, Il. 10, 79; Sp., ὀργῇ D. Hal. 7, 45; ἀήταις Opp. Hal. 1, 350. – 5) Med. sich wohin wenden, neigen, σοὶ ϑυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσϑαι Od. 9, 12; – sich anvertrauen, τινί, d. i. sich an Einen als Schiedsrichter wenden, Her. 1, 96. 5, 95; ἐπίστευον αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι, sich seinem Schutze anvertrauend, Xen. An. 1, 9, 8; übh. anvertrauen, τὰ ἄλλα ἐμοὶ ἐπιτράψονται Her. 3, 155; – ἐπιτε-τράψεται D. L. 1, 54.
-
48 ἐπι-τρέχω
ἐπι-τρέχω (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέϑρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐϑύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήϑη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευϑος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤϑους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευϑής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε ϑεείῳ τ' εἴκελον ἄνϑος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυϑμία ib. V, 189 c; – τοῖς ϑήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
-
49 ἐπι-τείχισμα
ἐπι-τείχισμα, τό, das gegen Jem. errichtete Bollwerk, die Verschanzung, Thuc. 8, 95; Xen. Hell. 5, 1, 2; κατασκευάζοντος ὑμῖν ἐπ. τὴν Εὔβοιαν Dem. 8, 66, er machte Euböa zu einem Bollwerke gegen uns; ἐπὶ τὴν Ἀττικήν 18, 71; τῆς αὑτοῦ χώρας 4, 5; κατά τινος D. Hal. 3, 43; übertr., ή φιλοσοφία ἐπ. τῶν νόμων, Befestigung, Schutz der Gesetze, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3, der den Ausdruck tadelt.
-
50 ἐπι-τῑμάω
ἐπι-τῑμάω, 1) hinterher ehren, z. B. einen Todten in Ehren halten, Her. 6, 39; noch dazu ehren, Plut. Artaz. 14. – 2) den Preis erhöhen, überschätzen, übertheuern, οἶνον ἐπιτετίμηκας πολύ Diphil. bei Ath. V, 228 b; Ael. V. H. 10, 50; pass. im Preise steigen, ὁ σῖτος ἐπετιμήϑη Dem. 34, 39; ὁρῶντες ἐν Πειραιεῖ τὸν σῖτον ἐπιτιμώμενον 50, 6; Ann. B. C. 5, 67. – 3) von den Richtern, eine Buße zuerkennen, τὴν ἀρχαίην δίκην, die alte, schon früher bestimmte Strafe noch einmal zuerkennen, bestätigen. Her. 4, 43, öfter bei att. Rednern, τοῖς ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε ταλάντου ἑκάστῳ, ihr habt Jedem die Strafe auf ein Talent festgesetzt, Aesch. 1, 113. – Uebh. Vorwürfe worüber machen, tadeln, τινί, Thuc. 4, 28; ὀρϑῶς ἐπιτιμᾷ τῇ Λακωνικῇ πολιτείᾳ Plat. Legg. I, 634 d; τῷ λόγῳ ὅτι Theaet. 169 d; τινί τι, z. B. ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν Phaedr. 237 c; περὶ τούτων ὧν σὺ δή μοι ἐπετίμησας Gorg. 487 e, ἃ τοῖς πολλοῖς Isocr. 1, 17 u. sonst oft; ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις Matth. 8, 26; τινὶ περί τι, Pol. 8, 11, 1; ἐπί τινι, 7, 11, 9; pass., τὸ κοινῇ τοῖς φιλοσόφοις ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπιτιμώμενον, was ihnen vom Volke vorgeworfen wird. Xen. Mem. 1, 2. 31.
-
51 ἐπι-φύω
ἐπι-φύω (s. φύω), darüber, darauf wachsen lassen, erzeugen, Theophr. – Med. nebst perf. u. aor. II. act. darauf, daran wachsen, ἐπιφυομένου τοῦ δέρματος Arist. H. A. 1, 10; Theophr.; ἐπιπέφυκε τῷ σήματι ἐλαίη Her. 4, 34; ἐπὶ ταῖς μήτραις ἐπιπέφυκεν ἡ καπρία Arist. H. A. 9, 50; übertr., daran haften, τοῖς πλείστοις τῶν ἀνϑρώπων οἷον κῆρες ἐπιπεφύκασιν Plat. Legg. XI, 937 d; sich fest an Etwas hängen, ἀγαϑοῖς ἐπιφύεσϑαι Plut. educ. lib. 9; festhalten, ἀπρὶξ ἀμφοῖν ταῖν χεροῖν ἐπέφυ Pol. 12, 11, 6. – Auch angreifen, tadeln, τινί, Sp., wie Ath. XI, 507 c; auf dem Nacken sitzen, Plut. Ant. 58; ἐπεφύοντο Alex. 55; von der Jagd, ὥσπερ ϑηρίοις σκύλακες Plut. Luc. 1; ἐπιφύντα νέον ἄνδρα, nachgewachsen, später geboren, Cleom. 16.
-
52 ἐπι-κυλινδέω
ἐπι-κυλινδέω, darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.
-
53 ἐπι-κύπτω
ἐπι-κύπτω, sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρϑός ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς βιβλίον ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
-
54 ἐπι-γιγνώσκω
ἐπι-γιγνώσκω, u. ἐπι-γῑνώσκω (s. γιγνώσκω), – 1) wiedererkennen, anerkennen, αἴ κέ μ' ἐπιγνώῃ (als Conjunct. bei Bekker, bei Wolf ἐπιγνοίη), Od. 24, 217; τὴν πρὸς Ἀντίστιον γραφεῖσαν ἐπιστολήν D. Hal. – 2) als Zuschauer mit ansehen, betrachten, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι Od. 18, 30; übh. kennen lernen, einsehen, τινός, Pind. Ol. 4, 279; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον Aesch. Ag. 1580; ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεόν Soph. Ant. 950, wie νῦν ἐπέγνως εὖ μ' ἐπ' ἀνδρὶ δυςμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα Ai. 18; σφραγῖδα Thuc. 1, 132 u. Folgde; ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν οἰκείαν γενομένην Plat. Euthyd. 301 e; ὅσους ἐπέγνωσαν τῶν ἐχϑρῶν ὄντας, die sie als zu den Feinden gehörend erkannten, Xen. Hell. 5, 4, 12. – 3) erkennen, ein Erkenntniß fällen, vom Richter, D. Hal. 11, 51; τὰ πρόςφορα ἐπιγιγνώσκοντες, beschließend, Thuc. 2, 65, vgl. 1, 70, wo es = ἐπινοεῖν ist. – 41 später einsehen, Strat. 28 (XII, 186). – 5) ἄνδρα, erkennen, LXX.
-
55 ἐπι-καθ-ίστημι
ἐπι-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταϑεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαϑίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαϑίστη sagt, 41, 50.
-
56 ἐπι-κοιτέω
ἐπι-κοιτέω, wobei, worauf schlafen; ἐπὶ τῶν ἔργων, dabei bleiben, Wache halten, Pol. 22, 10, 6.
-
57 ἐπι-βλέπω
ἐπι-βλέπω, darauf-, ansehen, besehen; εἰς ἡμᾶς Plat. Phaed. 63 a; λόγους Legg. VII, 811 d, wie τὰς τῶν ἄλλων ἀτυχίας Isocr. 1, 21; ἐπιβλέψατε ἐπὶ τὴν Θηβαίων πόλιν Din. 1, 72, wie ἐφ' ἑαυτόν Arist. Nic. 4, 2; τινί, Luc. astrol. 20; so τύχαις ἐπιβλέπειν, neidrsch darauf sehen, beneiden, Soph. O. R. 1526. – Bei Dio Chrysost. = ἐποφϑαλμιάω.
-
58 ἐπι-νέμω
ἐπι-νέμω (s. νέμω), 1) zutheilen, τραπέζῃ Il. 9, 216. 24, 625, unter Mehrere vertheilen, σῖτον δέ σφ' ἐπένειμε Od. 20, 254; τήν τε γῆν καὶ τὰς οἰκήσεις ἴσας ἐπινεμητέον Plat. Legg. V, 737 c, vgl. Polit. 264 d. – 2) eine Heerde auf fremdem Boden weiden lassen, ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ Plat. Legg. VIII, 843 d; τῶν γειτόνων ἐπινεμόντων ἅμα καὶ βαδιζόντων διὰ τοῦ χωρίου Dem. 55, 11; vgl. Arist. pol. 5, 5 u. s. ἐπινομία. – Med. darauf weiden, vom Viehe, Plut. u. Luc.; nach Einem weiden, τινί, Arist. H. A. 8, 2. – Bes. übertr., fressend um sich greifen, übh. sich schnell verbreiten, ἄγαν ὁ ϑῆλυς ὅρος ἐπινέμεται ταχύπορος Aesch. Ag. 472; πῦρ ἐπινέμεται πόλιν, es verbreitet sich verzehrend über eine Stadt, Her. 5, 101; Pol. 14, 5, 7; νόσος ἐπενείματο Ἀϑήνας μάλιστα Thuc. 2, 54; τὴν φαυλότητα καϑάπερ λοιμικὴν νόσον ἐπινέμεσϑαι τὸν βίον D. Sic. 12, 12; ἐπινεμηϑείσης τῆς φλογὸς ἐπὶ πολὺν τόπον 14, 53; von Kriegen, ἐπινεμήσεσϑαι καὶ καϑέξειν τὴν Γαλατίαν Plut. Caes. 19; ἐπενείματο ἡ δύναμις πᾶσαν τὴν ϑάλασσαν, verbreitete sich über das ganze Meer, Pomp. 25; vgl. auch Pind. Ol. 9, 7 ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος, berühre es. – Auch = bewohnen, Luc. Bacch. 6.
-
59 ἐπί-τονος
ἐπί-τονος, angespannt, angestrengt, φϑέγμα Philostr. – Subst. ὁ ἐπίτονος, 1) sc. ἱμάς, das Tau, mit welchem die Segelstange oder Raa an den Mast gebunden wird, Od. 12, 423, Schol. ὁ τῶν κεράτων δεσμὸς ὁ ἀνέλκων τὸ κέρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ ἱστοῠ. Auch Bettgurte, ἐπιτόνου, v. l. ἐπὶ τόνου, Ar. Lys. 922. – 2) die Flechse, τοὺς ἐπιτόνους καὶ τὰ ξυνεχῆ νεῦρα Plat. Tim. 84 e; Legg. XII, 945 c; vgl. Arist. H. A. 3, 5.
-
60 ἐπί-φθονος
ἐπί-φθονος, 1) akt., hassend, feindlich gesinnt, οἴκῳ γὰρ ἐπ. Ἄρτεμις Aesch. Ag. 133; Suppl. 198; Eur. Suppl. 893; neidisch, mißgönnend, τὸ ϑεῖον ἀνώμαλον καὶ ἐπίφϑονον App. B. C. 8, 59. Gew. – 2) pass., verhaßt, πόρος Aesch. Ag. 895; Eur. Med. 303; Her. 4, 205; hassens-, tadelnswerth, λοιδορῆσαι τοὺς πονηροὺς οὐδέν ἐστ' ἐπίφϑονον Ar. Equ. 1274; γνώμην ἀποδέξασϑαι ἐπίφϑονον πρὸς τῶν πλεόνων ἀνϑρώπων Her. 7, 139, eine Meinung, die von der Mehrzahl übel aufgenommen wird; ἐπίφϑονος γὰρ ἡ προςποίησις τῆς τοιαύτης ἐπιστήμης Plat. Lach. 184 b, gehässig, ὑμῖν βαρύτεραι καὶ ἐπιφϑονώτεραι αἱ ἐμαὶ διατριβαὶ γεγόνασιν Apol. 37 d; ἐπίφϑονον πρᾶγμα καὶ οὐ δίκαιον ποιεῖν Is. 2, 23; Sp.; der Mißgunst ausgesetzt, ἐπίφϑονον κτῆμα χρυσός Plat. Legg. XII, 956 a; εἴ τῳ ϑεῶν ἐπίφϑονοι ἐστρατεύσαμεν, das Mißfallen eines Gottes erregend, Thuc. 7, 77, ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφϑονον λαμβάνειν, sich Neid zuziehen, 2, 64; Sp. – Adv. ἐπιφϑόνως, z. B. διακεῖσϑαί τινι, bei Jem. rerhaßt sein, Thuc. 1, 75; τὶ διαπράξασϑαι, so daß man sich Haß zuzieht, 3, 82; ἔχειν πρὸς ἀλλήλους, mißgünstig gegen einander sein, Xen. Cyr. 8, 2, 26.
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λυγκέων, Ακαδημία των- — (Accademia dei Lincei). Η παλαιότερη και σημαντικότερη ιταλική Ακαδημία. Εδρεύει στη Ρώμη και διαιρείται σε δύο τμήματα: α) των φυσικών, μαθηματικών και φυσιογνωστικών επιστημών και β) των ηθικών, ιστορικών, κριτικών και φιλολογικών επιστημών. Η… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek
ουνία ή κογχύλι των ζωγράφων — (unio pictorum). Ακέφαλο μαλάκιο της οικογένειας των ουνιονιδών, της τάξης των ευελασματοβράγχιων. Η παράξενη κοινή ονομασία της οφείλεται στο ότι για πολύ καιρό οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν το κέλυφός της σαν πιατάκι για την ανάμειξη των χρωμάτων … Dictionary of Greek
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Κοιλάδα των Θαυμασίων — Κοιλάδα στις πλαγιές του Μπέγκο, ορεινού όγκου των Παραθαλάσσιων Άλπεων, σε ύψος περίπου 2.700 μ. Επρόκειτο για σημαντικό κέντρο της θρησκευτικής ζωής των προϊστορικών πληθυσμών της εποχής του χαλκού και του σιδήρου. Κατά μήκος των πλαγιών της… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Όντερ — (Frankfurt an der Oder). Πόλη (72.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στην ιστορική περιοχή του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 80 χλμ. ΝΑ του Βερολίνου, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, πάνω στην αριστερή όχθη του Όντερ, σε ένα σημείο όπου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek