-
1 ἐπι-καθ-ίστημι
ἐπι-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταϑεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαϑίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαϑίστη sagt, 41, 50.
-
2 ἐπι-καθ-ίζω
ἐπι-καθ-ίζω (s. ἵζω), daraufsetzen, stellen, Hippocr. Bei Thuc. 4, 130 wird jetzt φυλακὴν ἐπικαϑίσταντο für ἐπεκαϑίσαντο gelesen. – Gew. sich darauf setzen, darauf sitzen, πειϑώ τις ἐπεκάϑιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν Eupolis bei Schol. Ar. Ach. 529; γλαῦκα τοῖς καρχησίοις ἐπικαϑίζουσαν Plut. Them. 12; auch πόλει, belagern, Pol. 4, 61, 6.
-
3 ἐπικαθίζω
A set upon,τινὰ ἐπί τι Hp. Art.78
: abs., (sc. κλίμακι) ibid.;τινὰ ἐν ἅρματι LXX
4 Ki..10.16; ἐνὅπλοις ἀφανῶς ἐ. τὸ στρατιωτικόν J.AJ18.3.1
:—[voice] Med., φυλακὴν ἐπεκαθίσαντο had a guard set, Th.4.130 ( ἐπικαθίσταντο Poppo).II. Intr., sit upon, ; τοῖς καρχησίοις ἐ. light upon, Plu.Them.12, cf. Thphr.CP6.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαθίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий